Τυρσηνός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(1b)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Tyrsēnos
|Transliteration B=Tyrsēnos
|Transliteration C=Tyrsinos
|Transliteration C=Tyrsinos
|Beta Code=*turshno/s
|Beta Code=*turshno/s
|Definition=ή, όν, Ion. for Att. <b class="b3">Τυρρηνός;</b> Dor. Τυρσᾱνός <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.72</span>, <span class="title">SIG</span>14 (Delph., vi/v B. C.), also Τυρρᾱνός (v. infr.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Tyrrhenian, Etruscan</b>, h.Hom.7.8, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>1016</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1359</span>, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας <span class="title">SIG</span>35 (Olympia, V B.C.), cf. [[Τυρρανοί]] ib. 24 (Delph.):— the people were Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, <span class="bibl">Hdt.1.57</span>, etc.; Τ. Πελασγοί <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>270</span> (anap.):—Adj. Τυρσηνικός, ή, όν<b class="b3">, σάλπιγξ, κώδων</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 567</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>17</span>; cf. κηρός <span class="bibl">1.3</span>: also fem. Τυρσηνίς, ίδος, Σκύλλα <span class="bibl">E. <span class="title">Med.</span>1342</span>.</span>
|Definition=Τυρσηνή, Τυρσηνόν, Ion. for Att. [[Τυρρηνός]]; Dor. [[Τυρσανός]] Pi.''P.''1.72, ''SIG''14 (Delph., vi/v B. C.), also [[Τυρρανός|Τυρρᾱνός]] (v. infr.):—[[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], h.Hom.7.8, Hes.''Th.''1016, E.''Med.''1359, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας ''SIG''35 (Olympia, V B.C.), cf. [[Τυρρανοί]] ib. 24 (Delph.):—the people were [[Τυρσηνοί]], [[Τυρρηνοί]], [[Herodotus|Hdt.]]1.57, etc.; Τ. [[Πελασγοί]] [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''270 (anap.):—Adj. [[Τυρσηνικός]], Τυρσηνική, Τυρσηνικόν, [[σάλπιγξ]], [[κώδων]], A.''Eu.'' 567, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''17; cf. [[κηρός]] 1.3: also fem. [[Τυρσηνίς]], Τυρσηνίδος, Σκύλλα E. ''Med.''1342.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Τυρσηνός''': -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ [[Τυρρηνός]], ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― [[ὡσαύτως]], Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. [[σάλπιγξ]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.
|lstext='''Τυρσηνός''': -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ [[Τυρρηνός]], ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― [[ὡσαύτως]], Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. [[σάλπιγξ]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[Τυρρηνός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[Τυρρηνός]].
|mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και [[Τυρσανός]], -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], Τυρσηνίδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>[[Τύρρα]]</i> / <i>[[Τύρσα]]</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 24: Line 21:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Τυρσηνός]], ή, όν<br />[[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], Hes., Hdt., Trag.:—also, [[Τυρσηνικός]], ή, όν, Aesch.
|mdlsjtxt=[[Τυρσηνός]], ή, όν<br />[[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], Hes., Hdt., Trag.:—also, [[Τυρσηνικός]], ή, όν, Aesch.
}}
{{trml
|trtx====[[Etruscan]]===
Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: [[伊特魯里亞的]], [[伊特鲁里亚的]]; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: [[Etruskisch]]; Finnish: etruskilainen, etruski; French: [[étrusque]]; Galician: etrusco; German: [[etruskisch]]; Greek: [[ετρουσκικός]], [[τυρρηνικός]]; Ancient Greek: [[Τυρρηνικός]], [[Τυρρηνός]], [[Τυρσανός]], [[Τυρσηνικός]], [[Τυρσηνός]]; Irish: Éatrúscach; Italian: [[etrusco]]; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: [[etrusco]]; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: [[etrusco]]; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk
}}
}}

Latest revision as of 08:27, 17 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυρσηνός Medium diacritics: Τυρσηνός Low diacritics: Τυρσηνός Capitals: ΤΥΡΣΗΝΟΣ
Transliteration A: Tyrsēnós Transliteration B: Tyrsēnos Transliteration C: Tyrsinos Beta Code: *turshno/s

English (LSJ)

Τυρσηνή, Τυρσηνόν, Ion. for Att. Τυρρηνός; Dor. Τυρσανός Pi.P.1.72, SIG14 (Delph., vi/v B. C.), also Τυρρᾱνός (v. infr.):—Tyrrhenian, Etruscan, h.Hom.7.8, Hes.Th.1016, E.Med.1359, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας SIG35 (Olympia, V B.C.), cf. Τυρρανοί ib. 24 (Delph.):—the people were Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Hdt.1.57, etc.; Τ. Πελασγοί S.Fr.270 (anap.):—Adj. Τυρσηνικός, Τυρσηνική, Τυρσηνικόν, σάλπιγξ, κώδων, A.Eu. 567, S.Aj.17; cf. κηρός 1.3: also fem. Τυρσηνίς, Τυρσηνίδος, Σκύλλα E. Med.1342.

Greek (Liddell-Scott)

Τυρσηνός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ Τυρρηνός, ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― ὡσαύτως, Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. σάλπιγξ Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, Τυρσηνίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].

Greek Monotonic

Τυρσηνός: -ή, -όν, Ιων. και αρχ. Αττ. αντί Τυρρηνός, αυτός που κατάγεται από την Τυρρηνία ή Ετρουρία, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ.· επίσης, Τυρσηνικός, , -όν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Τυρσηνός, ή, όν
Tyrrhenian, Etruscan, Hes., Hdt., Trag.:—also, Τυρσηνικός, ή, όν, Aesch.

Translations

Etruscan

Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: 伊特魯里亞的, 伊特鲁里亚的; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: Etruskisch; Finnish: etruskilainen, etruski; French: étrusque; Galician: etrusco; German: etruskisch; Greek: ετρουσκικός, τυρρηνικός; Ancient Greek: Τυρρηνικός, Τυρρηνός, Τυρσανός, Τυρσηνικός, Τυρσηνός; Irish: Éatrúscach; Italian: etrusco; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: etrusco; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: etrusco; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk