περατός: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(sl1) |
mNo edit summary |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peratos | |Transliteration C=peratos | ||
|Beta Code=perato/s | |Beta Code=perato/s | ||
|Definition=Ion. περητός, ή, όν, (περάω Α) < | |Definition=Ion. [[περητός]], ή, όν, ([[περάω]] Α)<br><span class="bld">A</span> = [[περάσιμος]], Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Pi.''N.''4.69; <b class="b3">ποταμὸς νηυσὶ περατός</b> [[navigable]], [[Herodotus|Hdt.]]1.189,al. (better [[νηυσιπέρητος]]); τάφρος οὐ περατός Plu.''Pyrrh.''28.<br><span class="bld">2</span> = [[περατικός]], ''PCair.Zen.''536.7 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] ion. [[περητός]], auch 2 Endgn, wie [[περάσιμος]], worüber man fahren, übersetzen kann; πρὸς ζόφον Γαδείρων οὐ περατόν, Pind. N. 4, 69; ποταμὸς νηυσὶ [[περητός]], Her. 1, 189; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσὶ [[περητός]], 1, 193; [[τάφρος]], Plut. Pyrrh. 28. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] ion. [[περητός]], auch 2 Endgn, wie [[περάσιμος]], worüber man fahren, übersetzen kann; πρὸς ζόφον Γαδείρων οὐ περατόν, Pind. N. 4, 69; ποταμὸς νηυσὶ [[περητός]], Her. 1, 189; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσὶ [[περητός]], 1, 193; [[τάφρος]], Plut. Pyrrh. 28. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[περάσιμος]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[περάω]]¹. | |btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[περάσιμος]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[περάω]]¹. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περᾱτός -ή -όν [περάω] [[begaanbaar]], [[bevaarbaar]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περᾱτός:''' ион. [[περητός]] 3 [[проходимый]], [[переходимый]], [[доступный]] для [[переправы]] (ποταμὸς νηυσὶ π. Her.; [[τάφρος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>περᾱτός</b><br /> | |sltr=<b>περᾱτός</b> to be passed Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν (N. 4.69) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[περητός]], -ή, -όν, Α [[περώ]]<br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει [[κανείς]], [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> ο [[περατικός]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό) ο [[πλωτός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περᾱτός:''' Ιων. -ητός, -ή, -όν, = [[περάσιμος]], σε Πίνδ., Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περᾱτός''': Ἰων. [[περητός]], ή, όν, ([[περάω]]) = [[περάσιμος]], τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Πίνδ. Ν. 4. 114· ποταμὸς νηυσὶ π. Ἡρόδ. 1. 189 πρβλ. 193., 5. 52. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περᾱτός, ''Ionic'' -ητός, ή, όν = [[περάσιμος]], Pind., Hdt.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:00, 17 November 2024
English (LSJ)
Ion. περητός, ή, όν, (περάω Α)
A = περάσιμος, Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Pi.N.4.69; ποταμὸς νηυσὶ περατός navigable, Hdt.1.189,al. (better νηυσιπέρητος); τάφρος οὐ περατός Plu.Pyrrh.28.
2 = περατικός, PCair.Zen.536.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 563] ion. περητός, auch 2 Endgn, wie περάσιμος, worüber man fahren, übersetzen kann; πρὸς ζόφον Γαδείρων οὐ περατόν, Pind. N. 4, 69; ποταμὸς νηυσὶ περητός, Her. 1, 189; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσὶ περητός, 1, 193; τάφρος, Plut. Pyrrh. 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. περάσιμος.
Étymologie: adj. verb. de περάω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περᾱτός -ή -όν [περάω] begaanbaar, bevaarbaar.
Russian (Dvoretsky)
περᾱτός: ион. περητός 3 проходимый, переходимый, доступный для переправы (ποταμὸς νηυσὶ π. Her.; τάφρος Plut.).
English (Slater)
περᾱτός to be passed Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν (N. 4.69)
Greek Monolingual
και ιων. τ. περητός, -ή, -όν, Α περώ
1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός
2. ο περατικός
3. (για ποταμό) ο πλωτός.
Greek Monotonic
περᾱτός: Ιων. -ητός, -ή, -όν, = περάσιμος, σε Πίνδ., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
περᾱτός: Ἰων. περητός, ή, όν, (περάω) = περάσιμος, τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Πίνδ. Ν. 4. 114· ποταμὸς νηυσὶ π. Ἡρόδ. 1. 189 πρβλ. 193., 5. 52.
Middle Liddell
περᾱτός, Ionic -ητός, ή, όν = περάσιμος, Pind., Hdt.]