περώ
From LSJ
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ πέρα
1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ.
β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.)
2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ.
β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (για αιχμηρά αντικείμενα) διαπερνώ, διατρυπώ («διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή», Ομ. Ιλ.)
2. (για σκέψεις) περνώ από τον νου, έρχομαι ξαφνικά («ὡς ὁπότ' ὠκὺ νόημα διὰ στέρνοιο περήσῃ», Ομ. Ιλ.)
3. φέρνω στο τέλος, επιτελώ («περᾱν ὅρκον», Αισχύλ.)
4. φτάνω στο τέλος («ὅταν θυμοῦ περάσῃς» — όταν σού περάσει ο θυμός, Σοφ.)
5. περνώ από ένα χρονικό διάστημα, συμπληρώνω χρονικό διάστημα («τὴν τελευταίαν ἡμέραν περᾱν», Ευρ.)
6. υπερβαίνω, ξεπερνώ («γῆς ὁρίσματα περᾱν», Ευρ.).