μεριμνητής: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merimnitis
|Transliteration C=merimnitis
|Beta Code=merimnhth/s
|Beta Code=merimnhth/s
|Definition=μεριμνητοῦ, ὁ, [[one who is anxious about]], λόγων E.''Med.''1226, cf. Porph.''Gaur.''12.7.
|Definition=μεριμνητοῦ, ὁ, [[one who is anxious about]], λόγων [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1226, cf. Porph.''Gaur.''12.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:45, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριμνητής Medium diacritics: μεριμνητής Low diacritics: μεριμνητής Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: merimnētḗs Transliteration B: merimnētēs Transliteration C: merimnitis Beta Code: merimnhth/s

English (LSJ)

μεριμνητοῦ, ὁ, one who is anxious about, λόγων E.Med. 1226, cf. Porph.Gaur.12.7.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.

Russian (Dvoretsky)

μεριμνητής: οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monolingual

μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monotonic

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

μεριμνητής, οῦ, ὁ, [from μεριμνάω
one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.