δάμαρ: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0521.png Seite 521]] αρτος, ἡ, die <b class="b2">Gattin</b>, Ehefrau; von [[δαμάω]], Gegensatz [[παρθένος]] [[ἀδμής]] Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς [[γυνή]], ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer [[δάμαρ]] fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο [[δάμαρ]]; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο [[δάμαρ]] Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0521.png Seite 521]] αρτος, ἡ, die <b class="b2">Gattin</b>, Ehefrau; von [[δαμάω]], Gegensatz [[παρθένος]] [[ἀδμής]] Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς [[γυνή]], ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer [[δάμαρ]] fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο [[δάμαρ]]; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο [[δάμαρ]] Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δάμαρ''': [ᾰ], αρτος, ἡ, ([[δαμάω]]) [[σύζυγος]], [[γαμετή]], Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· [[κυρίως]] ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. [[δαμάζω]] ΙΙ), ἐνῷ ἡ [[παρθένος]] ἐλέγετο [[ἀδάμαστος]], [[ἀδμής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], αρτος, ἡ, (
A δαμάζω 11) wife, spouse, Il.3.122, Pi.N.4.57, A.Pr.834, etc.
German (Pape)
[Seite 521] αρτος, ἡ, die Gattin, Ehefrau; von δαμάω, Gegensatz παρθένος ἀδμής Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς γυνή, ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer δάμαρ fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο δάμαρ; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο δάμαρ Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δάμαρ: [ᾰ], αρτος, ἡ, (δαμάω) σύζυγος, γαμετή, Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· κυρίως ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. δαμάζω ΙΙ), ἐνῷ ἡ παρθένος ἐλέγετο ἀδάμαστος, ἀδμής.