ἐκπυρόω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(13_4)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0777.png Seite 777]] ausbrennen, durch die Flamme vernichten; γαῖαν Eur. I. A. 1070; Herc. Fur. 421 u. A.; – anbrennen, entzünden, Arist. Meteorl. 1, 3, öfter; – pass., entzündet, heiß werden, [[χαλκός]] Pol. 12, 25, 2; κηρὸς φλοξίν Mesomed. 2 (Plan. 323).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0777.png Seite 777]] ausbrennen, durch die Flamme vernichten; γαῖαν Eur. I. A. 1070; Herc. Fur. 421 u. A.; – anbrennen, entzünden, Arist. Meteorl. 1, 3, öfter; – pass., entzündet, heiß werden, [[χαλκός]] Pol. 12, 25, 2; κηρὸς φλοξίν Mesomed. 2 (Plan. 323).
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπῠρόω''': [[κατακαίω]] [[μέχρι]] τέφρας, [[ἐξαφανίζω]], Εὐρ. Ι. Α. 1070, Ἡρ. Μαιν. 421· - πρυπολῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 21. ΙΙ. Παθ., [[ἀνάπτω]], καίομαι, [[αὐτόθι]] 1. 5, 2· ὅρος ἐν χρήσει ἐν τῇ τοῦ Ἡρακλείτου φιλοσοφίᾳ πρὸς [[δήλωσις]] τῆς τάσεως ἣν ἔχουσι πάντα τὰ πράγματα εἰς τὸ νὰ μεταβάλλωνται εἰς πῦρ (πρβλ. [[ἀναθυμίασις]]), Διογ. Λ. 9. 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 877D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν [[χρησμοσύνη]]· - ἀνακαίομαι, λαμπάσιν κεραυνίαις Εὐρ. Βάκχ. 244· - ὑπερθερμαίνομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1257, πρβλ. [[ἐκπτερόομαι]]· - πυρακτοῦμαι, ἐπὶ χαλκοῦ, Πολύβ. 12. 25, 2.
}}
}}

Revision as of 09:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπῠρόω Medium diacritics: ἐκπυρόω Low diacritics: εκπυρόω Capitals: ΕΚΠΥΡΟΩ
Transliteration A: ekpyróō Transliteration B: ekpyroō Transliteration C: ekpyroo Beta Code: e)kpuro/w

English (LSJ)

   A burn to ashes, consume utterly, E.IA1070(lyr.); ὕδραν Id.HF421 (lyr.).    2 set on fire, Arist.Mete.341a18.    II Pass., catch fire, ib.342b2, Onos. 19.3 : a term used in the Stoic philos. to express the tendency of all things to pass into fire, Zeno Stoic.2.182, etc.    2 to be burnt up, λαμπάσιν κεραυνίαις E.Ba.244, cf. Corn.ND17.    3 to be much heated, prob. in Hp.Vict.1.25, f.l. in Aph.7.38 ; to become red-hot, Plb.12.25.2.    III heat, warm, βαλανεῖα Philostr.VA1.16.

German (Pape)

[Seite 777] ausbrennen, durch die Flamme vernichten; γαῖαν Eur. I. A. 1070; Herc. Fur. 421 u. A.; – anbrennen, entzünden, Arist. Meteorl. 1, 3, öfter; – pass., entzündet, heiß werden, χαλκός Pol. 12, 25, 2; κηρὸς φλοξίν Mesomed. 2 (Plan. 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπῠρόω: κατακαίω μέχρι τέφρας, ἐξαφανίζω, Εὐρ. Ι. Α. 1070, Ἡρ. Μαιν. 421· - πρυπολῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 21. ΙΙ. Παθ., ἀνάπτω, καίομαι, αὐτόθι 1. 5, 2· ὅρος ἐν χρήσει ἐν τῇ τοῦ Ἡρακλείτου φιλοσοφίᾳ πρὸς δήλωσις τῆς τάσεως ἣν ἔχουσι πάντα τὰ πράγματα εἰς τὸ νὰ μεταβάλλωνται εἰς πῦρ (πρβλ. ἀναθυμίασις), Διογ. Λ. 9. 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 877D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν χρησμοσύνη· - ἀνακαίομαι, λαμπάσιν κεραυνίαις Εὐρ. Βάκχ. 244· - ὑπερθερμαίνομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1257, πρβλ. ἐκπτερόομαι· - πυρακτοῦμαι, ἐπὶ χαλκοῦ, Πολύβ. 12. 25, 2.