πισσουργός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(c1) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, [[Πολυδ]]. Ζʹ, 101. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A maker of pitch, ibid.
German (Pape)
[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.