πεττεία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt [[πεσσεία]] u. s. w. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt [[πεσσεία]] u. s. w. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πεττεία''': -ευμα, -ευτής, εύω, πεττός, Ἀττ. ἀντὶ [[πεσσεία]], κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:29, 5 August 2017
English (LSJ)
πετρ-ευτής, πετρ-εύω, πετρ-ός, Att. for πεσσεία, etc. πεττύκια, τά,
A clippings of leather, Moer.p.305 P. (Cf. πεσσύγγιον.) πέττω, Att. for πέσσω. πευδρία· ἀρτοθήκη, Hsch. πευθείς (i. e. πεφθείς) ἑψηθείς, Id. πεύθη, ἡ, (πεύθομαι) = πεῦσις, Id.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt πεσσεία u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
πεττεία: -ευμα, -ευτής, εύω, πεττός, Ἀττ. ἀντὶ πεσσεία, κτλ.