κύμινδις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(13_5)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ὁ, gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter [[χαλκίς]], die Menschen [[κύμινδις]] nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. [[χαλκίς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ὁ, gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter [[χαλκίς]], die Menschen [[κύμινδις]] nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. [[χαλκίς]].
}}
{{ls
|lstext='''κύμινδις''': ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― [[ὄνομα]] πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ [[μέλαν]] καὶ [[μέγεθος]] ὅσον [[ἱέραξ]] ὁ [[φασσοφόνος]] καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ [[λεπτός]]». Δὲν [[εἶναι]] [[εἰσέτι]] γνωστὸν τί πτηνὸν [[εἶναι]].
}}
}}

Revision as of 09:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύμινδις Medium diacritics: κύμινδις Low diacritics: κύμινδις Capitals: ΚΥΜΙΝΔΙΣ
Transliteration A: kýmindis Transliteration B: kymindis Transliteration C: kymindis Beta Code: ku/mindis

English (LSJ)

[ῠ], ὁ (or ἡ, v. Sch.Il.14.291), gen. -ιδος Pl.Cra.392a:— name of a bird, ἥν τ' ἐν ὄρεσσι χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Il.l.c., cf. Ar.Av.1181, Arist.HA615b6.

German (Pape)

[Seite 1530] ὁ, gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter χαλκίς, die Menschen κύμινδις nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. χαλκίς.

Greek (Liddell-Scott)

κύμινδις: ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― ὄνομα πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ μέλαν καὶ μέγεθος ὅσον ἱέραξφασσοφόνος καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ λεπτός». Δὲν εἶναι εἰσέτι γνωστὸν τί πτηνὸν εἶναι.