ἐπικύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς [[ὀρθός]] ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς [[βιβλίον]] ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς [[ὀρθός]] ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς [[βιβλίον]] ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπικύπτω''': μέλλ. -ψω: [[κύπτω]] ἐπί τινος, ὑπέρ τι, [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239· ὀρθὸς ἔστηκε, μικρὸν ἐπικύπτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2· πρβλ. [[ἀποκύπτω]], [[ὑποκύπτω]]· - [[ἐπικύπτω]] ἐπί τι, [[κύπτω]] νὰ [[λάβω]] τι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18· ἐπ. ἐς [[βιβλίον]], [[ἐγκύπτω]] εἰς [[βιβλίον]], Λουκ. Ἑρμότ. 2: - στηρίζομαι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 2· ἀλλ’, [[ἐπικύπτω]] τῷ συνεδρίῳ, [[κύπτω]] πρὸ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Διΐ Τραγ. 11: - μετοχ. πρκμ. ἐπικεκυφώς, ὁ κατὰ συνήθειαν κύπτων, [[κυφός]], οὐκ ἐπικεκυφὼς [[ὀρθός]], ὦ βέλτιστ’, ἔσει Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πινδάρῳ» 1.
}}
}}

Revision as of 09:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικύπτω Medium diacritics: ἐπικύπτω Low diacritics: επικύπτω Capitals: ΕΠΙΚΥΠΤΩ
Transliteration A: epikýptō Transliteration B: epikyptō Transliteration C: epikypto Beta Code: e)piku/ptw

English (LSJ)

pf. (v.infr.):—

   A bend oneself over, stoop over, bow down, Hp.Art.52, Ar.Th.239; ὀρθὸς ἕστηκεν, μικρὸν ἐπικύπτων Arist.HA 522b18; of the horn of the moon, Thphr.Sign.27; ἐ. ἐπί τι stoop down to get something, X.Cyr.2.3.18; ἐ. ἐς βιβλίον pore over a book, Luc.Herm.2; lean upon, τινί Id.DMort.6.2; ἐ. τῷ συνεδρίῳ bend over towards it, Id.JTr.11: pf. part. ἐπικεκῡφώς habitually stooping, Anaxandr.37.

German (Pape)

[Seite 955] sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς βιβλίον ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύπτω: μέλλ. -ψω: κύπτω ἐπί τινος, ὑπέρ τι, κύπτω πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239· ὀρθὸς ἔστηκε, μικρὸν ἐπικύπτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2· πρβλ. ἀποκύπτω, ὑποκύπτω· - ἐπικύπτω ἐπί τι, κύπτω νὰ λάβω τι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18· ἐπ. ἐς βιβλίον, ἐγκύπτω εἰς βιβλίον, Λουκ. Ἑρμότ. 2: - στηρίζομαι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 2· ἀλλ’, ἐπικύπτω τῷ συνεδρίῳ, κύπτω πρὸ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Διΐ Τραγ. 11: - μετοχ. πρκμ. ἐπικεκυφώς, ὁ κατὰ συνήθειαν κύπτων, κυφός, οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός, ὦ βέλτιστ’, ἔσει Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πινδάρῳ» 1.