ἐχεπευκής: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(13_6a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] ές, [[βέλος]], Il. 1, 51. 4, 129, von [[πεύκη]], die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, <b class="b2">bittere</b>, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = <b class="b2">spitz</b>, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. [[σμύρνα]] ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch [[ἐχέστονος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] ές, [[βέλος]], Il. 1, 51. 4, 129, von [[πεύκη]], die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, <b class="b2">bittere</b>, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = <b class="b2">spitz</b>, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. [[σμύρνα]] ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch [[ἐχέστονος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐχεπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., [[πικρός]], ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), [[ὀξύς]], διαπεραστικός (πρβλ. [[πεύκη]], [[πικρός]])· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πικρός]], ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (πευκ-, cf.
A pungo) sharp, piercing, βέλος Il.1.51,4.129: expld. by Eust., etc., as bitter, and so later σμύρνη Nic.Th.600; σικύοιο ῥίζα ib.866, cf. Orph.L.475.
German (Pape)
[Seite 1124] ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεπευκής: -ές, (πεύκη) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., πικρός, ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), ὀξύς, διαπεραστικός (πρβλ. πεύκη, πικρός)· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πικρός, ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.