ἰσχανάω: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] gedehnte Form von [[ἰσχάνω]], zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] gedehnte Form von [[ἰσχάνω]], zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσχᾰνάω''': Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἰσχάνω]] (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. [[γέφυρα]])· νῦν δ’ [[ἐπεὶ]] ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, [[περιμένω]], νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., [[μετὰ]] γεν., [[μένω]] προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., [[μυῖα]]… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν [[ἰδεῖν]] Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ [[τύπος]] [[ἰσχανάω]], πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ [[ἀλώπηξ]] ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, [[ὄνομα]] Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ [[ἴχαρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:38, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. lengthd. form of ἰσχάνω (cf. sq.): Ion. impf.
A ἰσχανάασκον Il.15.723:—hold back, stay, 5.89; νῦν δ' ἐπεὶ ἰσχανάᾳς (sc. με) Od.15.346:—Pass., hold back, wait, νηυσὶν ἔπι . . ἐελμένοι ἰσχανόωντο Il.12.38; σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Od.7.161, cf. Il. 19.234; to be stayed, A.R.2.864. II intr., c. gen., cling to, and so, long after, desire eagerly, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν Il.23.300; ἰσχανόων φιλότητος Od.8.288: c. inf., [μυῖα] . . ἰσχανάᾳ δακέειν Il.17.572; ἰσχανόωσιν ἰδεῖν Procl.h.Ven.2.6. (ἰχαν- is v. l. in Il.23.300, Od.8.288, and shd. prob. be preferred; cf. ἰχανάω.)
German (Pape)
[Seite 1272] gedehnte Form von ἰσχάνω, zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχᾰνάω: Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἰσχάνω (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. γέφυρα)· νῦν δ’ ἐπεὶ ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, περιμένω, νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., μετὰ γεν., μένω προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μυῖα… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν ἰδεῖν Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ τύπος ἰσχανάω, πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ ἀλώπηξ ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, ὄνομα Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ ἴχαρ.