πολύχοος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(13_5)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] zsgzgn πολύχους, viel gießend, schüttend; von Feld- u. Baumfrüchten, viel Ertrag gebend, [[καρπός]], Luc. abd. 27; [[σπέρμα]] πολύχουν, Theophr.; auch von Thieren, Arist. H. A. 9, 43. – Uebh. vielfach, mannichfaltig, πολυχουστέραν ἰδέαν Arist. part. an. 2, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] zsgzgn πολύχους, viel gießend, schüttend; von Feld- u. Baumfrüchten, viel Ertrag gebend, [[καρπός]], Luc. abd. 27; [[σπέρμα]] πολύχουν, Theophr.; auch von Thieren, Arist. H. A. 9, 43. – Uebh. vielfach, mannichfaltig, πολυχουστέραν ἰδέαν Arist. part. an. 2, 10.
}}
{{ls
|lstext='''πολύχοος''': ἢ πολυχόος, ον, συνῃρ. -χους, ουν· (χέω)· ― ὁ πολλὰ προχέων, πολλὰ παράγων, ἐπὶ ζῴων, [[γόνιμος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, 2· ἐπὶ καρπῶν καὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3· πολυχούστερα τὰ χεδροπὰ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙ. πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], Ἀρίστ. Ρητορ. 3. 17, 14· συγκρ. -χούστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· π. καὶ ποικίλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10· τὸ πολύχουν, [[ποικιλία]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυβίου. 2) [[συχνός]], ἀντίθετον τῷ [[σπάνιος]], Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 45.
}}
}}

Revision as of 09:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχοος Medium diacritics: πολύχοος Low diacritics: πολύχοος Capitals: ΠΟΛΥΧΟΟΣ
Transliteration A: polýchoos Transliteration B: polychoos Transliteration C: polychoos Beta Code: polu/xoos

English (LSJ)

or πολυ-χόος, ον, contr. πολύ-χους, ουν, (χέω)

   A pouring forth much, yielding much, of animals, prolific, Arist.HA629a35, cf. Vett. Val.10.28; of fruit and grain, Thphr.HP8.4.3; πολυχούστερα τὰ χεδροπά Id.CP4.8.1; τὸ καταβληθὲν πολύχουν ἀποδίδωσιν J.BJ4.8.3: metaph. of a writer or orator, copious, τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος Phld.Acad.Ind.p.102 M., cf. Rh.1.157 S.    2 capable of great diffusion, Hp.Vict.2.56.    3 in large quantity, κόπρος Heraclit.All.33.    II manifold, various, Arist.Rh.1418b9: Comp. -χούστερος Id.PA656a5; πολύχουν τὸ φυτὸν καὶ ποικίλον Thphr.HP 1.1.10; τὸ πολύχουν variety, Ptol.Geog.1.15.1; τὸ π. τῆς φύσεως the prodigal variety of Nature, Plot.6.2.3; ποικίλον καὶ π. χρῆμα ἡ ψυχή Them.Or.2.35a; π. καὶ πολύτροπος Iamb.Protr.21.λή; π. ἐν πᾶσιν ἰητρός IG14.1813.    2 frequent, π. κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή Ph.2.4, cf. Iamb. in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 677] zsgzgn πολύχους, viel gießend, schüttend; von Feld- u. Baumfrüchten, viel Ertrag gebend, καρπός, Luc. abd. 27; σπέρμα πολύχουν, Theophr.; auch von Thieren, Arist. H. A. 9, 43. – Uebh. vielfach, mannichfaltig, πολυχουστέραν ἰδέαν Arist. part. an. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχοος: ἢ πολυχόος, ον, συνῃρ. -χους, ουν· (χέω)· ― ὁ πολλὰ προχέων, πολλὰ παράγων, ἐπὶ ζῴων, γόνιμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, 2· ἐπὶ καρπῶν καὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3· πολυχούστερα τὰ χεδροπὰ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙ. πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἀρίστ. Ρητορ. 3. 17, 14· συγκρ. -χούστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· π. καὶ ποικίλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10· τὸ πολύχουν, ποικιλία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυβίου. 2) συχνός, ἀντίθετον τῷ σπάνιος, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 45.