κηλάς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1430.png Seite 1430]] άδος, ἡ, [[νεφέλη]], 1) eine Wolke, die Wind, nicht Regen ankündigt, Windwolke, Theophr.; κηλὰς [[ἡμέρα]], ein windiger, stürmischer Tag. – 2) αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ [[μέτωπον]] [[σημεῖον]] ἔχει τυλοειδές, Hesych. – Bei Suid. auch vom Fuchse.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1430.png Seite 1430]] άδος, ἡ, [[νεφέλη]], 1) eine Wolke, die Wind, nicht Regen ankündigt, Windwolke, Theophr.; κηλὰς [[ἡμέρα]], ein windiger, stürmischer Tag. – 2) αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ [[μέτωπον]] [[σημεῖον]] ἔχει τυλοειδές, Hesych. – Bei Suid. auch vom Fuchse.
}}
{{ls
|lstext='''κηλάς''': -άδος, ἡ, προμηνύουσα ἄνεμον οὐχὶ βροχήν, αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσιν Θεοφρ. Σημ. 2. 6· κηλὰς [[ἡμέρα]], χειμερινὴ [[ἡμέρα]], Ἡσύχ. ΙΙ. κηλὰς αἴξ, ἡ, «αἴξ ἥτις κατὰ τὸ [[μέτωπον]] [[σημεῖον]] ἔχει τυλοειδὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. [[κνηκίς]].
}}
}}

Revision as of 09:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλάς Medium diacritics: κηλάς Low diacritics: κηλάς Capitals: ΚΗΛΑΣ
Transliteration A: kēlás Transliteration B: kēlas Transliteration C: kilas Beta Code: khla/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, prop.

   A mottled (cf. κηλίς), of clouds denoting wind, not rain, Thphr.Sign.31, prob.in 51: hence κ. ἡμέρα a windy day, Hsch., dub. in Call.Fr.63 P.    II κηλὰς αἴξ, ἡ, a she-goat with a mark (σημεῖον τυλοειδές) on her forehead, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1430] άδος, ἡ, νεφέλη, 1) eine Wolke, die Wind, nicht Regen ankündigt, Windwolke, Theophr.; κηλὰς ἡμέρα, ein windiger, stürmischer Tag. – 2) αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδές, Hesych. – Bei Suid. auch vom Fuchse.

Greek (Liddell-Scott)

κηλάς: -άδος, ἡ, προμηνύουσα ἄνεμον οὐχὶ βροχήν, αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσιν Θεοφρ. Σημ. 2. 6· κηλὰς ἡμέρα, χειμερινὴ ἡμέρα, Ἡσύχ. ΙΙ. κηλὰς αἴξ, ἡ, «αἴξ ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. κνηκίς.