τειχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] (eine Mauer) <b class="b2">bauen</b>; im med., [[τεῖχος]] ἐτειχίσσαντο, sie bau'ten sich eine Mauer, Il. 7, 449, wie Plat. Menex. 245 a u. Xen. Cyr. 6, 1, 19, τετείχιστο, es war eine Mauer gebau't, Her. 1, 181, – mit einer Mauer versehen, befestigen, τετείχισται [[πύργος]], Pind. I. 4, 44; auch übertr., ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται, P. 6. 9. οἱ Ἀθην.αῖοι ἐτειχίσθησαν, Thuc. 1, 93. [[χωρίον]]., 4. 3 u. öfter; Μαγνησίαν, Dem. 1, 22; [[φρούριον]], ἐρύματα, Xen. Cyr. 3, 1, 10. 2, 1 Hell. 1, 2, 1; τὴν πόλιν, Pol. 5, 93, 5; auch Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην, geschützt, Isocr. 11, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] (eine Mauer) <b class="b2">bauen</b>; im med., [[τεῖχος]] ἐτειχίσσαντο, sie bau'ten sich eine Mauer, Il. 7, 449, wie Plat. Menex. 245 a u. Xen. Cyr. 6, 1, 19, τετείχιστο, es war eine Mauer gebau't, Her. 1, 181, – mit einer Mauer versehen, befestigen, τετείχισται [[πύργος]], Pind. I. 4, 44; auch übertr., ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται, P. 6. 9. οἱ Ἀθην.αῖοι ἐτειχίσθησαν, Thuc. 1, 93. [[χωρίον]]., 4. 3 u. öfter; Μαγνησίαν, Dem. 1, 22; [[φρούριον]], ἐρύματα, Xen. Cyr. 3, 1, 10. 2, 1 Hell. 1, 2, 1; τὴν πόλιν, Pol. 5, 93, 5; auch Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην, geschützt, Isocr. 11, 12.
}}
{{ls
|lstext='''τειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Θουκ. 6. 97, Δημ. 69. 18., 375. 7· ἀόρ. ἐτείχισα Ἡρόδ. 1. 175· πρκμ. τετείχικα Δημ. 375. 11. ― Μέσ., ἀόρ. ἐτειχισάμην Ξεν.· ([[τεῖχος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]], (πρβλ. [[τειχέω]]), Ἀριστοφ. Ὄρν. 838, Θουκ. 1. 64, κλπ.· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., τ. [[τεῖχος]], οἰκοδομῶ, [[ἐγείρω]] [[τεῖχος]], ὁ αὐτ. 5. 82, Ἀνδοκ. 28. 18, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[τεῖχος]] ἐτειχίσσαντο, ἔκτισαν δι’ ἑαυτοὺς [[τεῖχος]], Ἰλ. Η. 449, πρβλ. Θουκ. 3. 105· [[ἔρυμα]] τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο ὁ αὐτ. 1. 11. ― Παθ., [[πύργος]] τετείχισται Πινδ. Ι. 5 (4). 56· ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται ὁ αὐτ. Π. 6. 9· τετείχιστο, ἀπροσ., ὑπῆρχον οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 1. 181. 2) [[σχηματίζω]] ὡς [[τεῖχος]], τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ [[ὥσπερ]] τειχίσαντες Ἡρόδ. 6. 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιτειχίζω]], διὰ τείχους [[περικλείω]], ὀχυρώνω, τὸ [[οὖρος]] Ἡρόδ. 1. 175, κλπ.· τὸν Πειραιᾶ Ἀνδοκ. 24. 4· τὴν πόλιν, τὸν κρημνὸν Θουκ. 1. 93., 6. 101· στρατόπεδα δύο ὁ αὐτ. 3.6· λίθοις τ. τὴν πόλιν Δημ. 325. 23· χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Αἰσχίν. 65. 33· Μαγνησίαν Δημ. 15. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τειχίζεσθαι τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 4. 3. ― Παθ., περικλείομαι διὰ τείχους ἢ διὰ τειχῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν ὁ αὐτ. 1. 93· τὰ τετειχισμένα, τὰ ὠχυρωμένα μέρη, ὁ αὐτ. 4. 9· μεταφορ., Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Ἰσοκρ. 224Α· ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις Δημ. 367. 18.
}}
}}

Revision as of 09:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχίζω Medium diacritics: τειχίζω Low diacritics: τειχίζω Capitals: ΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: teichízō Transliteration B: teichizō Transliteration C: teichizo Beta Code: teixi/zw

English (LSJ)

fut. Att.

   A -ιῶ Th.6.97, D.6.14, 19.112: aor. ἐτείχισα Hdt.1.175: pf. τετείχικα D. 19.112:—Med., fut. τειχιοῦμαι X.Cyr.6.1.19 (v.l. -ίσασθαι): aor. ἐτειχισάμην Th.1.11; Ep. ἐτειχίσσαντο Il.7.449: (τεῖχος):—build a wall, Ar.Av.838, Th.1.64, etc.: c. acc. cogn., τ. μακρὰ τείχη build them, Id.5.82:—Med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο they built them a wall, Il.7.449, cf. Th.3.105, And.3.38 (ἐτειχίσαμεν codd.); ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο Th.1.11:—Pass., to be built, πύργος τετείχισται Pi.I.5(4).44; ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται Id.P.6.9.    2 form a wall, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Hdn.6.5.10.    II trans., wall, fortify, ὄρος Hdt.1.175, etc.; τὸν Πειραιᾶ And.3.5; τὴν πόλιν, τὸν κρημνόν, Th.1.93, 6.101; στρατόπεδα δύο Id.3.6; λίθοις τ. τὴν πόλιν D.18.299; χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.3.84; Μαγνησίαν D.1.22:—Med., τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Th.4.3:— Pass., Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν Id.1.93; τὰ τετειχισμένα the fortified parts, Id.4.9; ἐτετείχιστο . . τὰ βασιλήϊα περιβόλῳ stood enclosed by a surrounding wall, Hdt.1.181: metaph., [Αἴγυπτον] τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Isoc.11.12; ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις D.19.84.

German (Pape)

[Seite 1081] (eine Mauer) bauen; im med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο, sie bau'ten sich eine Mauer, Il. 7, 449, wie Plat. Menex. 245 a u. Xen. Cyr. 6, 1, 19, τετείχιστο, es war eine Mauer gebau't, Her. 1, 181, – mit einer Mauer versehen, befestigen, τετείχισται πύργος, Pind. I. 4, 44; auch übertr., ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται, P. 6. 9. οἱ Ἀθην.αῖοι ἐτειχίσθησαν, Thuc. 1, 93. χωρίον., 4. 3 u. öfter; Μαγνησίαν, Dem. 1, 22; φρούριον, ἐρύματα, Xen. Cyr. 3, 1, 10. 2, 1 Hell. 1, 2, 1; τὴν πόλιν, Pol. 5, 93, 5; auch Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην, geschützt, Isocr. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

τειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Θουκ. 6. 97, Δημ. 69. 18., 375. 7· ἀόρ. ἐτείχισα Ἡρόδ. 1. 175· πρκμ. τετείχικα Δημ. 375. 11. ― Μέσ., ἀόρ. ἐτειχισάμην Ξεν.· (τεῖχος). Ὡς καὶ νῦν, κτίζω, (πρβλ. τειχέω), Ἀριστοφ. Ὄρν. 838, Θουκ. 1. 64, κλπ.· μετὰ συστοίχου αἰτ., τ. τεῖχος, οἰκοδομῶ, ἐγείρω τεῖχος, ὁ αὐτ. 5. 82, Ἀνδοκ. 28. 18, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τεῖχος ἐτειχίσσαντο, ἔκτισαν δι’ ἑαυτοὺς τεῖχος, Ἰλ. Η. 449, πρβλ. Θουκ. 3. 105· ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο ὁ αὐτ. 1. 11. ― Παθ., πύργος τετείχισται Πινδ. Ι. 5 (4). 56· ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται ὁ αὐτ. Π. 6. 9· τετείχιστο, ἀπροσ., ὑπῆρχον οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 1. 181. 2) σχηματίζω ὡς τεῖχος, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Ἡρόδ. 6. 5. ΙΙ. μεταβ., περιτειχίζω, διὰ τείχους περικλείω, ὀχυρώνω, τὸ οὖρος Ἡρόδ. 1. 175, κλπ.· τὸν Πειραιᾶ Ἀνδοκ. 24. 4· τὴν πόλιν, τὸν κρημνὸν Θουκ. 1. 93., 6. 101· στρατόπεδα δύο ὁ αὐτ. 3.6· λίθοις τ. τὴν πόλιν Δημ. 325. 23· χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Αἰσχίν. 65. 33· Μαγνησίαν Δημ. 15. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Θουκ. 4. 3. ― Παθ., περικλείομαι διὰ τείχους ἢ διὰ τειχῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν ὁ αὐτ. 1. 93· τὰ τετειχισμένα, τὰ ὠχυρωμένα μέρη, ὁ αὐτ. 4. 9· μεταφορ., Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Ἰσοκρ. 224Α· ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις Δημ. 367. 18.