τειχέω
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
used by Hdt. for τειχίζω (which he also has),
A build walls, Hdt.1.99, al.: c. acc. cogn., τεῖχος τειχεῖν Id.9.7.
II trans., wall, fortify, τὸν Ἰσθμόν Id.8.40, 9.8, cf. 5.23, al.
German (Pape)
[Seite 1081] wie τειχίζω, Mauern od. Burgen bauen, τεῖχος τειχέειν, Her. 9, 7; – mit Mauern umgeben, befestigen, Her. 5, 23. 8, 40. 9, 8.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐτείχεον;
mot ion.
1 construire un mur ; τ. τεῖχος HDT m. sign.
2 entourer de murs, fortifier, acc..
Étymologie: τεῖχος.
Russian (Dvoretsky)
τειχέω: 1) (тж. τ. τεῖχος) возводить стену Her.;
2) обносить стеной, укреплять валом (τὸν Ἰσθμόν Her.).
Greek (Liddell-Scott)
τειχέω: ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἀντὶ τοῦ Ἀττικ. τειχίζω, Ἡρόδ. 1. 99, κλπ.· μετὰ συστ. αἰτ., τεῖχος τειχεῖν ὁ αὐτ. 9. 7. ΙΙ. μεταβ., περιβάλλω διὰ τείχους, ὀχυρώνω, τὸν Ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 8. 40., 9. 8, πρβλ. 5. 23, κλπ.
English (Slater)
τειχέω ? Et. Mag. 249. 50, τειχῶ· ἀφ' οὖ φησι Πίνδαρος, τετείχηται (pro τετείχισται erratum coni. Tittmann) fr. 321.
Greek Monotonic
τειχέω: μέλ. τειχήσω,
I. = τειχίζω, χτίζω τείχη, σε Ηρόδ.· τεῖχος τειχέω, στον ίδ.
II. μτβ., οχυρώνω, τὸν Ἰσθμόν, στον ίδ.
Middle Liddell
τειχέω, fut. -ήσω = τειχίζω
I. to build walls, Hdt.; τεῖχος τ. Hdt.
II. trans. to fortify, τὸν Ἰσθμόν Hdt.