ἀριθμητικός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(13_4)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] zum Zählen, Rechnen gehörig, geschickt, es verstehend, [[ἄνθρωπος]] Plat. Gorg. 453 e; η ἀριθμητική, sc. [[τέχνη]], die Rechenkunst, 451 e, u. öfter auch Sp. – Adv., Plut. Symp. 2, 10, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] zum Zählen, Rechnen gehörig, geschickt, es verstehend, [[ἄνθρωπος]] Plat. Gorg. 453 e; η ἀριθμητική, sc. [[τέχνη]], die Rechenkunst, 451 e, u. öfter auch Sp. – Adv., Plut. Symp. 2, 10, 1.
}}
{{ls
|lstext='''ἀριθμητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Γοργ. 453Ε· [[ἀναλογία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, [[ἄνευ]] ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. [[ἐπιστήμη]] Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C.
}}
}}

Revision as of 10:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριθμητικός Medium diacritics: ἀριθμητικός Low diacritics: αριθμητικός Capitals: ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arithmētikós Transliteration B: arithmētikos Transliteration C: arithmitikos Beta Code: a)riqmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for reckoning, skilled therein, ἄνθρωπος Id.Grg.453e.    II arithmetical, μέσα Archyt.2; ἀναλογία Arist.EN1106a35; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. Dam.Pr.117; ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Pl.R.525a, al.; as a subject of competition, Inscr.Magn.107; ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e. Adv. -κῶς ib.643c, Theo Sm.p.116H.    III -κόν, τό, land-tax in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. Sammelb.4415.14 (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. BGU330.6 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 351] zum Zählen, Rechnen gehörig, geschickt, es verstehend, ἄνθρωπος Plat. Gorg. 453 e; η ἀριθμητική, sc. τέχνη, die Rechenkunst, 451 e, u. öfter auch Sp. – Adv., Plut. Symp. 2, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ ἱκανός, ἐπιτήδειος πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς ἄνθρωπος Πλάτ. Γοργ. 453Ε· ἀναλογία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. τέχνη), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, ἄνευ ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. ἐπιστήμη Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C.