ὀχλέω: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) ([[ὄχλος]]) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς [[μάτην]] με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. [[ἐνοχλέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) ([[ὄχλος]]) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς [[μάτην]] με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. [[ἐνοχλέω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀχλέω''': (ὀχλός) κινῶ, διαταράττω, [[κυλίω]], ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, κυλίονται, παρασύρονται ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἰλ. Φ. 261. ΙΙ. [[καθόλου]], ταράττω, ἐνοχλῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 5. 41· ὀχλεῖς [[μάτην]] με Αἰσχύλ. Πρ. 1001· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, [[ὀχληρός]], Ἱππ. 996Β, Σοφ. Ο. Τ. 446· ὀχλ. πρὸς αὐγάς, ἐνοχλεῖν, ἐμποδίζειν τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 80Ε, 149C. - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 3, πρβλ. 9. 11, 5· ἀσθενείᾳ σώματος Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὄχλου· πρβλ. [[ἐνοχλέω]]. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., πληροῦμαι ὄχλου, ὁδὸς ὀχλεῖται Κέβητ. Πίνακ. 15. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
(ὄχλος)
A move, disturb, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται all the pebbles are rolled or swept away by the water, Il.21.261. II generally, trouble, importune, c. acc., Hdt.5.41; ὀχλεῖς μάτην με A.Pr.1001; disturb citizens by false alarms, Aen. Tact.6.1: abs., to be troublesome or irksome, Hp.Epid.2.1.3, S.OT446, OGI262.22 (Baetocaece); ὀ. πρὸς αὐγάς impede the sight, Hp.Prorrh.1.147 = Coac.191 (v.l.): freq. in Pap., POxy.269 ii 4 (i A. D.), etc.:—Pass., to be troubled, ὑπέρ τινος Arist.EN1167a10, cf. 1171b19; ἀσθενείᾳ σώματος Plb.Fr.188; ὑπὸ ὑδέρου Hippiatr.38; τὴν ἀκοήν Phld.Po.2.18; cf. ἐνοχλέω: later c. inf., μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν τι ἡμῖν don't trouble to . ., POxy.1481.6 (ii A. D.). III in Pass., to be crowded, ὁδὸς . . ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται Ceb.15 (nisi πολυοχλεῖται leg.).
German (Pape)
[Seite 430] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) (ὄχλος) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς μάτην με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. ἐνοχλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλέω: (ὀχλός) κινῶ, διαταράττω, κυλίω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, κυλίονται, παρασύρονται ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἰλ. Φ. 261. ΙΙ. καθόλου, ταράττω, ἐνοχλῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 5. 41· ὀχλεῖς μάτην με Αἰσχύλ. Πρ. 1001· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ὀχληρός, Ἱππ. 996Β, Σοφ. Ο. Τ. 446· ὀχλ. πρὸς αὐγάς, ἐνοχλεῖν, ἐμποδίζειν τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 80Ε, 149C. - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 3, πρβλ. 9. 11, 5· ἀσθενείᾳ σώματος Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὄχλου· πρβλ. ἐνοχλέω. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., πληροῦμαι ὄχλου, ὁδὸς ὀχλεῖται Κέβητ. Πίνακ. 15.