παρατέμνω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(13_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0502.png Seite 502]] (s. [[τέμνω]]), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0502.png Seite 502]] (s. [[τέμνω]]), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παρατέμνω''': μέλλ. -τεμῶ, Λακων. παρταμῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 117. Ἀποκόπτω κατὰ τὰ πλάγια, π. τινὸς θἤμισυ, [[ἀποκόπτω]] τὸ ἥμισυ ἀπὸ .., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 132· τυροῦ τροφάλια χλὼ παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12, πρβλ. μαχαιρίῳ μικρῷ παρατέμνοντες [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 152Α· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] τινός, δεῖ δὲ καὶ τοῦ σώματος [[αὐτοῦ]] παρατέμνειν [[ὑπὲρ]] σωτηρίας τοῦ παντὸς Ἀριστείδ. 1. 297. 2) [[κόπτω]] [[ἐσφαλμένως]], [[κάμνω]] [[σφάλμα]] κατὰ τὴν κοπήν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 3, 2.
}}
}}

Revision as of 10:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατέμνω Medium diacritics: παρατέμνω Low diacritics: παρατέμνω Capitals: ΠΑΡΑΤΕΜΝΩ
Transliteration A: paratémnō Transliteration B: paratemnō Transliteration C: paratemno Beta Code: parate/mnw

English (LSJ)

fut. -τεμῶ, Lacon.

   A παρταμῶ Ar.Lys. 116 cod. R :—cut off at the side, π. τινὸς θἤμισυ cut off half from. ., Ar. 1. c. and 132 ; τυροῦ τροφάλια Alex. 172.12, cf. Posidon.15 J.; cut a rebate in an ἀκρογείσιον, π. ἐκ τοῦ ἔνδοθεν πάχος ἱμάντος IG 22.463.65 : c. gen. partit., cut off part of... Aristid.Or.48(24).27 :—Pass., [ξύλα] παρατετμημένα planks with rebates cut in them, IG11(2).287 B 147,150 (Delos, iii B. C.).    2. cut amiss, make a wrong cut, Thphr. HP 6.3.2.

German (Pape)

[Seite 502] (s. τέμνω), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, Λακων. παρταμῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 117. Ἀποκόπτω κατὰ τὰ πλάγια, π. τινὸς θἤμισυ, ἀποκόπτω τὸ ἥμισυ ἀπὸ .., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 132· τυροῦ τροφάλια χλὼ παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12, πρβλ. μαχαιρίῳ μικρῷ παρατέμνοντες Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 152Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀποκόπτω μέρος τινός, δεῖ δὲ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντὸς Ἀριστείδ. 1. 297. 2) κόπτω ἐσφαλμένως, κάμνω σφάλμα κατὰ τὴν κοπήν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 3, 2.