ἄδηκτος: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0033.png Seite 33]] nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῦτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; [[ψυχή]], ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελθεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0033.png Seite 33]] nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῦτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; [[ψυχή]], ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελθεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄδηκτος''': -ον, (δάκνω) ὁ μὴ δηχθείς, ὁ μὴ καταβρωθεὶς ὑπὸ σκωλήκων ([[κυρίως]] ἐπὶ ξύλων), Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 418 (ἐν τῷ ὑπερθ. ἀδηκτοτάτη), Διοσκ. 2. 64, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ., -τως, Πλουτ. Πομπ. 2. 2) μεταφ., [[ἀβλαβής]], ὃν δὲν ἐπέπληξέ τις, Πλούτ. 2. 864C. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 448Α· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ δάκνων, οὐχὶ [[δηκτικός]], Ἱππ. 596. 4, Διοσκ. 1. 29, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 1117. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (δάκνω)
A not gnawed or worm-eaten, Hes.Op.420 (Sup.); not bitten, Dsc.2.60,al. 2 metaph., unmolested, Phld. D.3Fr.81, Plu.2.864c. Adv. -τως ib.448a. 3 unaffected, untouched, by love, anger, etc., in Adv. -τως, Phld.Mort.34, Plu.Pomp. 2, M.Ant.11.18, Eun.VSp.495B. II Act., not biting or pungent, Hp.Mul.1.11, Dsc.1.30: Comp. -ότερος less stimulating, Aret. CA1.10.
German (Pape)
[Seite 33] nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῦτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; ψυχή, ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελθεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδηκτος: -ον, (δάκνω) ὁ μὴ δηχθείς, ὁ μὴ καταβρωθεὶς ὑπὸ σκωλήκων (κυρίως ἐπὶ ξύλων), Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 418 (ἐν τῷ ὑπερθ. ἀδηκτοτάτη), Διοσκ. 2. 64, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ., -τως, Πλουτ. Πομπ. 2. 2) μεταφ., ἀβλαβής, ὃν δὲν ἐπέπληξέ τις, Πλούτ. 2. 864C. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 448Α· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ δάκνων, οὐχὶ δηκτικός, Ἱππ. 596. 4, Διοσκ. 1. 29, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 1117.