πραπίδες: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(13_6b) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] αἱ, eigtl. = φρένες, das <b class="b2">Zwerchfell</b>, [[βάλε]] [[ἧπαρ]] ὑπὸ πραπίδων, Il. 11, 579, wie sonst ὑπὸ φρενῶν; u. übertr., [[καί]] οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' [[ἵμερος]], 24, 514; u., als Sitz des Verstandes, = Verstand; ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν, er verfertigte mit Verstand u. Kunst, 1, 608. 18, 380. 20, 12 u. öfter; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, eine Gattinn, die ganz seinen Neigungen, Wünschen entsprach, Hes. Th. 608; δικαιᾶν πραπίδων, Pind. P. 4, 281; σοφαῖς πραπίδεσσιν, Ol. 10, 10; ἐς πραπίδας ἀγαγών, P. 5, 63; auch sing., χαύνᾳ πραπίδι, P. 2, 61, vgl. frg. 228. 230; Philet. 2; εὖ πραπίδων λαχόντα, Aesch. Ag. 370; εὖ πραπίδων οἴακα νέμων, 776; Eur. μανείσᾳ πραπίδι, Bacch. 997; einzeln bei sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] αἱ, eigtl. = φρένες, das <b class="b2">Zwerchfell</b>, [[βάλε]] [[ἧπαρ]] ὑπὸ πραπίδων, Il. 11, 579, wie sonst ὑπὸ φρενῶν; u. übertr., [[καί]] οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' [[ἵμερος]], 24, 514; u., als Sitz des Verstandes, = Verstand; ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν, er verfertigte mit Verstand u. Kunst, 1, 608. 18, 380. 20, 12 u. öfter; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, eine Gattinn, die ganz seinen Neigungen, Wünschen entsprach, Hes. Th. 608; δικαιᾶν πραπίδων, Pind. P. 4, 281; σοφαῖς πραπίδεσσιν, Ol. 10, 10; ἐς πραπίδας ἀγαγών, P. 5, 63; auch sing., χαύνᾳ πραπίδι, P. 2, 61, vgl. frg. 228. 230; Philet. 2; εὖ πραπίδων λαχόντα, Aesch. Ag. 370; εὖ πραπίδων οἴακα νέμων, 776; Eur. μανείσᾳ πραπίδι, Bacch. 997; einzeln bei sp. D. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρᾰπίδες''': -αἱ, δοτ. πραπίσιν Πινδ. Ο. 2. 171, Ἐπικ. πραπίδεσσι· ― ποιητ. [[λέξις]]· 1) [[κυρίως]] = φρένες, τὸ μεταξὺ θώρακος καὶ κοιλίας [[διάφραγμα]], ἔβαλ’ [[ἧπαρ]] [[ὑπὲρ]] πραπίδων Ἰλ. Λ. 579, Ν. 412, Ρ. 349 ― ἀκολούθως, [[ἐπειδὴ]] τοῦτο ἐθεωρεῖτο [[ἕδρα]] τῆς διανοητικῆς δυνάμεως καὶ τοῦ αἰσθητικοῦ, 2) ὡς τὸ φρένες, ὁ [[νοῦς]], ἡ [[διάνοια]], ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν Ἰλ. Α. 608, Σ. 380, κτλ.· περὶ μὲν [[πραπίδες]], περὶ δ’ ἔστι [[νόημα]] Ἡσ. Θ. 656· ― ὡς [[ἕδρα]] τῆς ἐπιθυμίας, ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς καρδίας, ἀπὸ πραπίδων ἦλθ’ [[ἥμερος]] Ἰλ. Ω. 514· ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, γυναῖκα «τῆς καρδιᾶς του», Ἡσ. Θεογ. 608· πάσῃσιν ὀρέγεσθαι πραπίδεσσιν Ἐμπεδ. 430· πραπίδων [[πλοῦτος]] [[αὐτόθι]] 300. 420· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Ο. 10 (11), 10, Π. 4. 500, καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 380. 802, Εὐρ. Ἀνδρ. 481· ― τὸ ἑνικὸν πραπίς, ίδος, [[εἶναι]] σπάνιον Πινδ. Π. 2. 113, Ἀποσπ. 228, Εὐρ. Βάκχ. 428, 999 (λυρ.), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 597. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:19, 5 August 2017
English (LSJ)
αἱ, dat.
A πραπίσιν Pi.O.2.94, Ep. πραπίδεσσι (v. infr.):— poet., 1 = φρένες, midriff, diaphragm, βάλε . . ἦπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11.579, cf. 13.412, 17.349: then, since this was deemed the seat of mental powers and affections, 2 understanding, mind, ἰδυίῃσι πραπίδεσσι 1.608, 18.380, etc.; περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ' ἐστὶ νόημα Hes. Th.656; as the seat of desire, heart, ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος Il.24.514; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσιν wins a wife after his own heart, Hes.Th.608; πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4; πραπίδων πλοῦτος ib.2, cf. Pi.O.11(10).10, P.4.281; Trag. in lyr., εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag.380, cf. 802, E.Andr.480: rarely in sg. πραπίς, ίδος, Pi.P.2.61, Fr.109, E.Ba.427 (lyr.), 999 (lyr.); ἔργον ἐμῆς π. IG 14.1500.
German (Pape)
[Seite 694] αἱ, eigtl. = φρένες, das Zwerchfell, βάλε ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, Il. 11, 579, wie sonst ὑπὸ φρενῶν; u. übertr., καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος, 24, 514; u., als Sitz des Verstandes, = Verstand; ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν, er verfertigte mit Verstand u. Kunst, 1, 608. 18, 380. 20, 12 u. öfter; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, eine Gattinn, die ganz seinen Neigungen, Wünschen entsprach, Hes. Th. 608; δικαιᾶν πραπίδων, Pind. P. 4, 281; σοφαῖς πραπίδεσσιν, Ol. 10, 10; ἐς πραπίδας ἀγαγών, P. 5, 63; auch sing., χαύνᾳ πραπίδι, P. 2, 61, vgl. frg. 228. 230; Philet. 2; εὖ πραπίδων λαχόντα, Aesch. Ag. 370; εὖ πραπίδων οἴακα νέμων, 776; Eur. μανείσᾳ πραπίδι, Bacch. 997; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰπίδες: -αἱ, δοτ. πραπίσιν Πινδ. Ο. 2. 171, Ἐπικ. πραπίδεσσι· ― ποιητ. λέξις· 1) κυρίως = φρένες, τὸ μεταξὺ θώρακος καὶ κοιλίας διάφραγμα, ἔβαλ’ ἧπαρ ὑπὲρ πραπίδων Ἰλ. Λ. 579, Ν. 412, Ρ. 349 ― ἀκολούθως, ἐπειδὴ τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἕδρα τῆς διανοητικῆς δυνάμεως καὶ τοῦ αἰσθητικοῦ, 2) ὡς τὸ φρένες, ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν Ἰλ. Α. 608, Σ. 380, κτλ.· περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ’ ἔστι νόημα Ἡσ. Θ. 656· ― ὡς ἕδρα τῆς ἐπιθυμίας, ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς καρδίας, ἀπὸ πραπίδων ἦλθ’ ἥμερος Ἰλ. Ω. 514· ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, γυναῖκα «τῆς καρδιᾶς του», Ἡσ. Θεογ. 608· πάσῃσιν ὀρέγεσθαι πραπίδεσσιν Ἐμπεδ. 430· πραπίδων πλοῦτος αὐτόθι 300. 420· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ο. 10 (11), 10, Π. 4. 500, καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 380. 802, Εὐρ. Ἀνδρ. 481· ― τὸ ἑνικὸν πραπίς, ίδος, εἶναι σπάνιον Πινδ. Π. 2. 113, Ἀποσπ. 228, Εὐρ. Βάκχ. 428, 999 (λυρ.), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 597.