συμπεραίνω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] mit vollenden; ξυμπερᾶναι φροντίδα, Eur. Med. 341, κλεῖθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, Or. 1551, d. i. Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη, Plat. Tim. 39 d; Xen. Cyr. 6, 1, 31; Isocr. 4, 170, nach Bekker für die vulg. διαπερ.; τὴν ἐλευθερίαν, Plut. Dem. 19; – συμπεραίνεται, in der Logik, es ergiebt sich, folgt daraus. – Med., ἔχθραν [[πρός]] τινος συμπεραίνεσθαι, Einem von Jemandes Seite Feindschaft zuziehen, Dem. 18, 163. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] mit vollenden; ξυμπερᾶναι φροντίδα, Eur. Med. 341, κλεῖθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, Or. 1551, d. i. Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη, Plat. Tim. 39 d; Xen. Cyr. 6, 1, 31; Isocr. 4, 170, nach Bekker für die vulg. διαπερ.; τὴν ἐλευθερίαν, Plut. Dem. 19; – συμπεραίνεται, in der Logik, es ergiebt sich, folgt daraus. – Med., ἔχθραν [[πρός]] τινος συμπεραίνεσθαι, Einem von Jemandes Seite Feindschaft zuziehen, Dem. 18, 163. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμπεραίνω''': βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τελείωσιν ἢ ἐκτέλεσιν, [[ὁμοῦ]] [[περαίνω]], συναποτελειώνω, τι Εὐρ. Μήδ. 886, Ἰσοκρ. 76C. ― Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συγκοινωνῶ τῆς ἔχθρας μετά τινος, Δημ. 281, 27· σ. ἀπέραντα Λουκ. Φιλοψ. 9. ― Παθητ., συγχρόνως ἐκτελοῦμαι, τὰ ξυμπερανθέντα τάχη (;) ΙΙ. [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποφασίζω, σ. φροντίδα, [[κάμνω]] ἀπόφασιν, Εὐρ. Μήδ. 341· σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 4 κλῇθρα μοχλοῖς σ., [[ἐξασφαλίζω]] ἐπὶ πλέον τὰς θύρας διὰ μοχλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 1551. ― Παθ., φέρομαι εἰς [[πέρας]] ἐντελῶς, ἀποτελειώνομαι, Πλάτ. Τίμ. 39D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, μέσ., συμπεραίνεσθαι, συνάγειν λογικὸν [[συμπέρασμα]] ἐκ δεδομένων προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 5, 1, Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 4. ― Παθητ., συμπεραίνομαι, συνάγομαι ὡς [[συμπέρασμα]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 3, 4· τὸ συμπερανθέν, τὸ ἐξαχθὲν [[συμπέρασμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 8· ἔστι συμπεπερασμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 3· σ. τι κατά τινος [[αὐτόθι]] 2. 19, 2. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐκτείνομαι ἐξ ἴσου [[μακράν]], ἔχω τὰ αὐτὰ πέρατα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 5 August 2017
English (LSJ)
A accomplish jointly, τι Isoc.4.171, v.l.in E.Med.887:— Med., συμπεραναμένων τῶν . . συνεργῶν αὐτῷ τὴν πρὸς Θηβαίους ἔχθραν had effectually helped him to create the ill-feeling, D.18.163; ἀπέραντα ξυμπεραίνῃ Luc.Philops.9:—Pass., to be accomplished simultaneously, τὰ συμπερανθέντα τάχη Pl.Ti.39d. 2 finish, work out, ἐπειδὰν συμπεράνωμεν (-αίνωμεν codd.) τὸν . . λόγον Gal.6.214:—Pass., ib.15. II decide or conclude absolutely, ξ. φροντίδα make up one's mind, E.Med.341; σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu.401b21; κλῇθρα μοχλοῖς make the doors doubly sure by bars, E.Or.1551 (troch.); ὁ συμπεραίνων (sc. ἀριθμός) the last counted, in a series, Speus. ap. Theol.Ar.62:—Pass., to be quite finished, X.Cyr.6.1.31. 2 in Logic, Med. συμπεραίνεσθαι conclude syllogistically, draw conclusions, Arist.APr.57b20, EN1094b22:—Pass., to be so concluded, Id.Ph.186a24; τὸ συμπερανθέν the conclusion drawn, Id.EN1146a26; ἔστω συμπεπερασμένον Id.APr.42a8; σ. τι κατά τινος ib.66a38. III intr. in Act., extend equally far, Id.HA541a2.
German (Pape)
[Seite 986] mit vollenden; ξυμπερᾶναι φροντίδα, Eur. Med. 341, κλεῖθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, Or. 1551, d. i. Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη, Plat. Tim. 39 d; Xen. Cyr. 6, 1, 31; Isocr. 4, 170, nach Bekker für die vulg. διαπερ.; τὴν ἐλευθερίαν, Plut. Dem. 19; – συμπεραίνεται, in der Logik, es ergiebt sich, folgt daraus. – Med., ἔχθραν πρός τινος συμπεραίνεσθαι, Einem von Jemandes Seite Feindschaft zuziehen, Dem. 18, 163.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεραίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τελείωσιν ἢ ἐκτέλεσιν, ὁμοῦ περαίνω, συναποτελειώνω, τι Εὐρ. Μήδ. 886, Ἰσοκρ. 76C. ― Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συγκοινωνῶ τῆς ἔχθρας μετά τινος, Δημ. 281, 27· σ. ἀπέραντα Λουκ. Φιλοψ. 9. ― Παθητ., συγχρόνως ἐκτελοῦμαι, τὰ ξυμπερανθέντα τάχη (;) ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, ἀποφασίζω, σ. φροντίδα, κάμνω ἀπόφασιν, Εὐρ. Μήδ. 341· σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 4 κλῇθρα μοχλοῖς σ., ἐξασφαλίζω ἐπὶ πλέον τὰς θύρας διὰ μοχλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 1551. ― Παθ., φέρομαι εἰς πέρας ἐντελῶς, ἀποτελειώνομαι, Πλάτ. Τίμ. 39D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, μέσ., συμπεραίνεσθαι, συνάγειν λογικὸν συμπέρασμα ἐκ δεδομένων προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 5, 1, Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 4. ― Παθητ., συμπεραίνομαι, συνάγομαι ὡς συμπέρασμα, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 3, 4· τὸ συμπερανθέν, τὸ ἐξαχθὲν συμπέρασμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 8· ἔστι συμπεπερασμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 3· σ. τι κατά τινος αὐτόθι 2. 19, 2. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐκτείνομαι ἐξ ἴσου μακράν, ἔχω τὰ αὐτὰ πέρατα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388.