στίγμα: Difference between revisions
(13_4) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] τό, der Stich, der. mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Arist. H. A. 7, 6, – Zeichen, Brandmal, Her. 7, 233; – von den Flecken auf der Haut des Drachen Hes. Sc. 166, wo Herm. στιγμαί lesen will. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] τό, der Stich, der. mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Arist. H. A. 7, 6, – Zeichen, Brandmal, Her. 7, 233; – von den Flecken auf der Haut des Drachen Hes. Sc. 166, wo Herm. στιγμαί lesen will. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στίγμα''': τό, ([[στίζω]]) τὸ [[κέντημα]] τῆς αἰχμῆς [[ὀξέως]] ἐργαλείου, [[σημεῖον]] [[ὅπερ]] ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· [[μάλιστα]] δὲ [[σημεῖον]] ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά, δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε [[στίζω]]· [[μάλιστα]] ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) [[καθόλου]], [[σημεῖον]], [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς [[ἐπέφαντο]] .. κυάνεαι κατὰ νῶτα). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A tattoo-mark, Hdt.5.35, Arist.HA585b33, GA721b32, IG42(1).121.48, al. (Epid., iv B.C.), Polyaen.1.24; σ. ἱρά, showing that the persons so marked were devoted to the service of the temple, Hdt. 2.113; esp. of a slave, Pl.Com.187, Ps.-Phoc.225, Cod.Theod.10. 22.4; or a soldier, ibid., Aët.8.12; στίγματα ἐξαίρει βατράχειον καταπλασθέν Dsc.Eup. 1.110: so metaph., σ. Ἰησοῦ Ep.Gal.6.17 (pl.); ἀνωφελῆ σ., of inscribed laws, D.Chr.80.5. 2 generally, mark, spot, as on the dragon's skin, Hes.Sc.166, cf. Paus.8.2.7, 8.4.7. 3 stud, LXX Ca.1.11. 4 σ. χρυσοῦν colour of gold, Ps.Democr. ap.Zos.Alch.p.119 B., cf.p.126 B. 5= cicatricis signum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 943] τό, der Stich, der. mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Arist. H. A. 7, 6, – Zeichen, Brandmal, Her. 7, 233; – von den Flecken auf der Haut des Drachen Hes. Sc. 166, wo Herm. στιγμαί lesen will.
Greek (Liddell-Scott)
στίγμα: τό, (στίζω) τὸ κέντημα τῆς αἰχμῆς ὀξέως ἐργαλείου, σημεῖον ὅπερ ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· μάλιστα δὲ σημεῖον ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά, δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε στίζω· μάλιστα ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) καθόλου, σημεῖον, οἷον ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς ἐπέφαντο .. κυάνεαι κατὰ νῶτα).