δενδροτομέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] = [[δενδροκοπέω]], Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] = [[δενδροκοπέω]], Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δενδροτομέω''': δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu., 2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.
German (Pape)
[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.