ἐκφορέω: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(13_6a)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] = [[ἐκφέρω]]; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες [[νηῶν]] ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, [[ἔνδοθεν]] εἰς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] = [[ἐκφέρω]]; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες [[νηῶν]] ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, [[ἔνδοθεν]] εἰς.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκφορέω''': [[ἐκφέρω]], [[φέρω]] ἔξω, ὡς π. χ. [[πτῶμα]] πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ [[νέκυς]] οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) [[καθόλου]], [[φέρω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. [[ἐκκομίζω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς [[τότε]] ταρφειαὶ κόρυθες... [[νηῶν]] ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) [[ἐξορύσσω]], [[ἐξάγω]], εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ [[χοῦς]] ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18.
}}
}}

Revision as of 10:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφορέω Medium diacritics: ἐκφορέω Low diacritics: εκφορέω Capitals: ΕΚΦΟΡΕΩ
Transliteration A: ekphoréō Transliteration B: ekphoreō Transliteration C: ekforeo Beta Code: e)kfore/w

English (LSJ)

= ἐκφέρω,

   A carry out, as a corpse for burial, Od. 22.451, 24.417 (tm.).   

German (Pape)

[Seite 786] = ἐκφέρω; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, ἔνδοθεν εἰς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφορέω: ἐκφέρω, φέρω ἔξω, ὡς π. χ. πτῶμα πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) καθόλου, φέρω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. ἐκκομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες... νηῶν ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) ἐξορύσσω, ἐξάγω, εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18.