διαπεραιόω: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0594.png Seite 594]] übersetzen, überfahren, τοὺς στρατιώτας Plut. Sull. 27. – Pass., auch mit intrans. Bdtg, überfahren, Her. 8, 25; Thuc. 8, 33; übertr., ξίφη διεπεραιώθη κολεῶν, die Schwerter wurden aus den Scheiden gezogen, Soph. Ai. 730. – Med., διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat. Ax. 370 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0594.png Seite 594]] übersetzen, überfahren, τοὺς στρατιώτας Plut. Sull. 27. – Pass., auch mit intrans. Bdtg, überfahren, Her. 8, 25; Thuc. 8, 33; übertr., ξίφη διεπεραιώθη κολεῶν, die Schwerter wurden aus den Scheiden gezogen, Soph. Ai. 730. – Med., διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat. Ax. 370 b.
}}
{{ls
|lstext='''διαπεραιόω''': [[μεταφέρω]] τι ἢ [[μεταβιβάζω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Πλούτ. Σύλλ. 27. - Παθ., μεταφέρομαι εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], μεταβιβάζομαι, [[διαβαίνω]], [[ἐνθεῦτεν]] διαπεραιωθεὶς Ἡρόδ. 5. 23· δ. ἐθηεῦντο [[αὐτόθι]] 8. 25· [[ἐπεὶ]] πάντες διεπεπεραίωντο Θουκ. 3. 23· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., Πλάτ. Ἀξ. 370Β. 2) διεπεραιώθη [[ξίφη]], ἐξειλκύσθησαν ἐκ τῶν θηκῶν, Σοφ. Αἴ. 730.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπεραιόω Medium diacritics: διαπεραιόω Low diacritics: διαπεραιόω Capitals: ΔΙΑΠΕΡΑΙΟΩ
Transliteration A: diaperaióō Transliteration B: diaperaioō Transliteration C: diaperaioo Beta Code: diaperaio/w

English (LSJ)

   A take across, ferry over, Plu.Sull.27:—Pass., to be carried over, cross, ἐνθεῦτεν διαπεραιωθείς Hdt.5.23; δ. τὸν ποταμόν Id.2.124; ἐπεὶ πάντες διεπεπεραίωντο Th.3.23: in aor. Med., Pl. Ax.370b.    2 κολεῶν διεπεραιώθη ξίφη swords were unshcathed, S.Aj.730.

German (Pape)

[Seite 594] übersetzen, überfahren, τοὺς στρατιώτας Plut. Sull. 27. – Pass., auch mit intrans. Bdtg, überfahren, Her. 8, 25; Thuc. 8, 33; übertr., ξίφη διεπεραιώθη κολεῶν, die Schwerter wurden aus den Scheiden gezogen, Soph. Ai. 730. – Med., διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat. Ax. 370 b.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεραιόω: μεταφέρω τι ἢ μεταβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Πλούτ. Σύλλ. 27. - Παθ., μεταφέρομαι εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, μεταβιβάζομαι, διαβαίνω, ἐνθεῦτεν διαπεραιωθεὶς Ἡρόδ. 5. 23· δ. ἐθηεῦντο αὐτόθι 8. 25· ἐπεὶ πάντες διεπεπεραίωντο Θουκ. 3. 23· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., Πλάτ. Ἀξ. 370Β. 2) διεπεραιώθη ξίφη, ἐξειλκύσθησαν ἐκ τῶν θηκῶν, Σοφ. Αἴ. 730.