παροράω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(13_7_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] (s. [[ὁράω]]), 1) vorbei-, <b class="b2">übersehen</b>; ὀλίγον μὲν πονηρὸν παρορᾶται, πολὺ δὲ γινόμενον ἐν ὀφθαλμοῖς μᾶλλόν ἐστι, Arist. pol. 6, 4; τὰ μικρὰ τῶν ἰχθυδίων σώζεται διὰ τὸ παρορᾶσθαι, H. A. 8, 19; Pol. 5, 55, 9 u. Folgde; dah. vernachlässigen, nicht beachten, sich um Etwas nicht kümmern, νόμους παριδοῦσα, Antiph. 1, 24; τὴν κοινὴν σωτηρίαν παρόψονται, Dem. 14, 5; ταῦτα ἐαθέντα καὶ παροφθέντα ἀπώλεσε Θρᾴκην, 10, 8; παρεωρᾶσθαι καὶ ἐν ούδενὶ μέρει εἶναι, 2, 18, wo Bekker παρεῶσθαι aufgenommen; ἐρῶμεν ἀλλοτρίων, παρορῶμεν συγγενεῖς Alexis bei Ath. III, 123 e; τὴν ἀλήθειαν, Pol. 16, 20, 8. 30, 17, 4. – 2) <b class="b2">falsch sehen</b>, wie [[παρακούω]]; Plat. Theaet. 157 e, vgl. Hipp. mai. 300 c; Arist. de insomn. 1; vgl. Plut. adv. Stoic. 44. – 3) Einem Etwas <b class="b2">ansehen</b>, an ihm bemerken; [[τάχα]] γὰρ τύχοις ἂν χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, Ar. Av. 454; δειλίαν τινί, Her. 1, 37. Auch von der Seite nach Einem hinsehen, εἴς τινα, Xen. Conv. 8, 42, vgl. Cyr. 7, 1, 4 u. 5; εἰς τὸ πλάγιον παρορᾶν [[μᾶλλον]] ἢ εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Arist. H. A. 9, 45; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] (s. [[ὁράω]]), 1) vorbei-, <b class="b2">übersehen</b>; ὀλίγον μὲν πονηρὸν παρορᾶται, πολὺ δὲ γινόμενον ἐν ὀφθαλμοῖς μᾶλλόν ἐστι, Arist. pol. 6, 4; τὰ μικρὰ τῶν ἰχθυδίων σώζεται διὰ τὸ παρορᾶσθαι, H. A. 8, 19; Pol. 5, 55, 9 u. Folgde; dah. vernachlässigen, nicht beachten, sich um Etwas nicht kümmern, νόμους παριδοῦσα, Antiph. 1, 24; τὴν κοινὴν σωτηρίαν παρόψονται, Dem. 14, 5; ταῦτα ἐαθέντα καὶ παροφθέντα ἀπώλεσε Θρᾴκην, 10, 8; παρεωρᾶσθαι καὶ ἐν ούδενὶ μέρει εἶναι, 2, 18, wo Bekker παρεῶσθαι aufgenommen; ἐρῶμεν ἀλλοτρίων, παρορῶμεν συγγενεῖς Alexis bei Ath. III, 123 e; τὴν ἀλήθειαν, Pol. 16, 20, 8. 30, 17, 4. – 2) <b class="b2">falsch sehen</b>, wie [[παρακούω]]; Plat. Theaet. 157 e, vgl. Hipp. mai. 300 c; Arist. de insomn. 1; vgl. Plut. adv. Stoic. 44. – 3) Einem Etwas <b class="b2">ansehen</b>, an ihm bemerken; [[τάχα]] γὰρ τύχοις ἂν χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, Ar. Av. 454; δειλίαν τινί, Her. 1, 37. Auch von der Seite nach Einem hinsehen, εἴς τινα, Xen. Conv. 8, 42, vgl. Cyr. 7, 1, 4 u. 5; εἰς τὸ πλάγιον παρορᾶν [[μᾶλλον]] ἢ εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Arist. H. A. 9, 45; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παροράω''': μέλλ. -όψομαι: ἀόρ. [[παρεῖδον]] (ὃ ἴδε)· ἀόρ. παθ. παρώφθην Ψευδο-Δημ. 133. 18· παθητ. πρκμ. παρῶμμαι Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 8. Προσβλέπω ὡς ἐν παρόδῳ, παρατηρῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· τινί τι Ἡρόδ. 1. 37, 108, Ἀριστοφ. Ὄρν. 454. ΙΙ. [[βλέπω]] τι ἐν παρόδῳ δὲν παρατηρῶ αὐτὸ [[μετὰ]] προσοχῆς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 244D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 19, κλ. 2) [[παραβλέπω]], παραμελῶ, ἀμελῶ, τοὺς νόμους Ἀντιφῶν 114. 6, κτλ., πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 4, 21, Δημ. 281. 13, κτλ. - Παθ., τυγχάνει παρεωραμένον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 2. 1, 1· ἴδε [[παρωθέω]] Ι. ΙΙΙ. [[βλέπω]] [[ἐσφαλμένως]], [[βλέπω]] κακῶς, παρακούειν ἢ παρορᾶν Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Ἱππ. Μείζ. 300C. IV. [[βλέπω]] πλαγίως, εἴς τινα ἢ [[πρός]] τι Ξεν. Συμπ. 8, 42, Κύρ. 7. 1, 4· εἰς τὸ πλάγιον π. [[μᾶλλον]] ἢ εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5.
}}
}}

Revision as of 10:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροράω Medium diacritics: παροράω Low diacritics: παροράω Capitals: ΠΑΡΟΡΑΩ
Transliteration A: paroráō Transliteration B: paroraō Transliteration C: parorao Beta Code: parora/w

English (LSJ)

aor. παρεῖδον (q.v.) : aor. Pass.

   A παρώφθην D.10.8 : pf. Pass. παρῶμμαι Men.207 :—look at by the way, nolice, remark, X.Cyr.7.1.5 codd.; τινί τι something in one, Hdt.1.37,108, Ar.Av.454.    II look past, i.e. overlook a thing, Arist.HA602b3 (Pass.), Machoap.Ath.6.244d, etc.    2 disregard, τοὺς νόμους Antipho 1.24, cf. X.HG7.4.21, D.18.161, etc.; cf. παρωθέω 1.1 :—Pass., τυγχάνει παρεωραμένον Arist.Metaph.995a27, cf. LXX Ec.12.14.    3 neglect, ἐν οὐδενὶ τῶν συμφερόντων παρεωράκασι τὴν σύνοδον SIG704E 20 (Delph., ii B. C.).    4 concede, OGI5.15 (Scepsis, iv B. C.), Phld. Rh.2.267 S.    III see amiss, see wrong, παρακούειν ἢ παρορᾶν Pl. Tht.157e, cf. Hp.Ma.300c.    IV look sideways, εἴς τινα or πρός τι, X.Smp.8.42, Cyr.7.1.4 ; εἰς τὸ πλάγιον π. μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA630b1 ; ἐπὶ τὸν ἡγούμενον Ascl.Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.

German (Pape)

[Seite 527] (s. ὁράω), 1) vorbei-, übersehen; ὀλίγον μὲν πονηρὸν παρορᾶται, πολὺ δὲ γινόμενον ἐν ὀφθαλμοῖς μᾶλλόν ἐστι, Arist. pol. 6, 4; τὰ μικρὰ τῶν ἰχθυδίων σώζεται διὰ τὸ παρορᾶσθαι, H. A. 8, 19; Pol. 5, 55, 9 u. Folgde; dah. vernachlässigen, nicht beachten, sich um Etwas nicht kümmern, νόμους παριδοῦσα, Antiph. 1, 24; τὴν κοινὴν σωτηρίαν παρόψονται, Dem. 14, 5; ταῦτα ἐαθέντα καὶ παροφθέντα ἀπώλεσε Θρᾴκην, 10, 8; παρεωρᾶσθαι καὶ ἐν ούδενὶ μέρει εἶναι, 2, 18, wo Bekker παρεῶσθαι aufgenommen; ἐρῶμεν ἀλλοτρίων, παρορῶμεν συγγενεῖς Alexis bei Ath. III, 123 e; τὴν ἀλήθειαν, Pol. 16, 20, 8. 30, 17, 4. – 2) falsch sehen, wie παρακούω; Plat. Theaet. 157 e, vgl. Hipp. mai. 300 c; Arist. de insomn. 1; vgl. Plut. adv. Stoic. 44. – 3) Einem Etwas ansehen, an ihm bemerken; τάχα γὰρ τύχοις ἂν χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, Ar. Av. 454; δειλίαν τινί, Her. 1, 37. Auch von der Seite nach Einem hinsehen, εἴς τινα, Xen. Conv. 8, 42, vgl. Cyr. 7, 1, 4 u. 5; εἰς τὸ πλάγιον παρορᾶν μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν, Arist. H. A. 9, 45; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροράω: μέλλ. -όψομαι: ἀόρ. παρεῖδον (ὃ ἴδε)· ἀόρ. παθ. παρώφθην Ψευδο-Δημ. 133. 18· παθητ. πρκμ. παρῶμμαι Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 8. Προσβλέπω ὡς ἐν παρόδῳ, παρατηρῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· τινί τι Ἡρόδ. 1. 37, 108, Ἀριστοφ. Ὄρν. 454. ΙΙ. βλέπω τι ἐν παρόδῳ δὲν παρατηρῶ αὐτὸ μετὰ προσοχῆς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 244D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 19, κλ. 2) παραβλέπω, παραμελῶ, ἀμελῶ, τοὺς νόμους Ἀντιφῶν 114. 6, κτλ., πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 4, 21, Δημ. 281. 13, κτλ. - Παθ., τυγχάνει παρεωραμένον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 2. 1, 1· ἴδε παρωθέω Ι. ΙΙΙ. βλέπω ἐσφαλμένως, βλέπω κακῶς, παρακούειν ἢ παρορᾶν Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Ἱππ. Μείζ. 300C. IV. βλέπω πλαγίως, εἴς τινα ἢ πρός τι Ξεν. Συμπ. 8, 42, Κύρ. 7. 1, 4· εἰς τὸ πλάγιον π. μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5.