δουλεία: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0660.png Seite 660]] ἡ, Knechtschaft, Sklavenstand; μή με δουλείας τυχεῖν Aesch. Spt. 235; δουλείας [[γάγγαμον]] Ag. 351, wie δουλείας ζυγά Soph. Ai. 924; u. in Prosa. Ggstz [[δεσποτεία]], Plat. Parm. 135 e; δουλείαν δουλεύειν Conv. 184 b. Auch = Unterwürfigkeit unter einen fremden Staat; ὑπέμενον τὴν τῶν κρειττόνων δουλείαν Thuc. 1, 8, dem nachher [[ὑπήκοος]] entspricht. – Als Collectivum, Dienerschaft, Gesinde, Thuc. 5, 23; Arist. Pol. 2, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0660.png Seite 660]] ἡ, Knechtschaft, Sklavenstand; μή με δουλείας τυχεῖν Aesch. Spt. 235; δουλείας [[γάγγαμον]] Ag. 351, wie δουλείας ζυγά Soph. Ai. 924; u. in Prosa. Ggstz [[δεσποτεία]], Plat. Parm. 135 e; δουλείαν δουλεύειν Conv. 184 b. Auch = Unterwürfigkeit unter einen fremden Staat; ὑπέμενον τὴν τῶν κρειττόνων δουλείαν Thuc. 1, 8, dem nachher [[ὑπήκοος]] entspricht. – Als Collectivum, Dienerschaft, Gesinde, Thuc. 5, 23; Arist. Pol. 2, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δουλεία''': ἡ, Ἰων. δουληΐη, Ἀνακρ. 115, Ἡρόδ. 6. 12· ἐν Πινδ. II. 1. 147 [[δουλία]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου· ([[δουλεύω]])· ― δουλικὴ [[κατάστασις]], ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Θήβ. 253, Ἀγ. 360· δουλείας ζυγὰ Σοφ. Αἴ. 944· ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Θουκ. 1. 8· ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Πλάτ. 469C· ἡ [[κατάστασις]] τῶν [[πόλεων]] τῶν ὑποκειμένων τοῖς Ἀθηναίοις, Θουκ. 5. 9· ἴδε [[δουλόω]], καὶ πρβλ. Böckh Staatsh. 2. 148. ― Πρβλ. [[δουλοσύνη]]. ΙΙ. περιληπτ., οἱ δοῦλοι, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς Εὐρ. Βάκχ. 803· ἢν… ἡ δ. ἐπανιστῆται, ἂν ἡ [[τάξις]] τῶν δούλων ἐγείρῃ ἐπανάστασιν, Θουκ. 5. 23· ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Πλάτ. Νόμ. 776C· τὰς… Εἰλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. δουλ-ηΐη Anacr.114, Hdt.6.12: also δουλία Pi.P.1.75:—
A slavery, bondage, ll. cc., A.Th.253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag.360(anap.), S.Aj.944(lyr.); δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V.602; ἡ τῶν κρεισσόνων δ. imposed by them, Th.1.8; ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R.469c; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9. II collectively, slaves, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς E.Ba.803; ἢν . . ἡ δ. ἐπανιστῆται if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23; ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg.776d; τὰς . . Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol.1264a36. III service for hire, μισθὸν δουλείας LXX 3 Ki.5.6.
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, Knechtschaft, Sklavenstand; μή με δουλείας τυχεῖν Aesch. Spt. 235; δουλείας γάγγαμον Ag. 351, wie δουλείας ζυγά Soph. Ai. 924; u. in Prosa. Ggstz δεσποτεία, Plat. Parm. 135 e; δουλείαν δουλεύειν Conv. 184 b. Auch = Unterwürfigkeit unter einen fremden Staat; ὑπέμενον τὴν τῶν κρειττόνων δουλείαν Thuc. 1, 8, dem nachher ὑπήκοος entspricht. – Als Collectivum, Dienerschaft, Gesinde, Thuc. 5, 23; Arist. Pol. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δουλεία: ἡ, Ἰων. δουληΐη, Ἀνακρ. 115, Ἡρόδ. 6. 12· ἐν Πινδ. II. 1. 147 δουλία χάριν τοῦ μέτρου· (δουλεύω)· ― δουλικὴ κατάστασις, ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Θήβ. 253, Ἀγ. 360· δουλείας ζυγὰ Σοφ. Αἴ. 944· ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Θουκ. 1. 8· ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Πλάτ. 469C· ἡ κατάστασις τῶν πόλεων τῶν ὑποκειμένων τοῖς Ἀθηναίοις, Θουκ. 5. 9· ἴδε δουλόω, καὶ πρβλ. Böckh Staatsh. 2. 148. ― Πρβλ. δουλοσύνη. ΙΙ. περιληπτ., οἱ δοῦλοι, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς Εὐρ. Βάκχ. 803· ἢν… ἡ δ. ἐπανιστῆται, ἂν ἡ τάξις τῶν δούλων ἐγείρῃ ἐπανάστασιν, Θουκ. 5. 23· ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Πλάτ. Νόμ. 776C· τὰς… Εἰλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22.