ἔφηλις: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
(13_5)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1117.png Seite 1117]] oder ἐφηλίς, ίδος, ἡ, plur. auch αἱ ἐφήλεις, Diosc., ion. [[ἔπηλις]], 1) ([[ἥλιος]]), nach VLL. ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου περὶ τὸ [[πρόσωπον]] [[ἔκκαυσις]] καὶ [[μελανία]], Sommersprossen, u. eine schlimmere Krankheit, Medic., wie Hippocr. [[λειχήν]], [[ἀλφός]], [[ἔφηλις]] zusammenstellt; ἀργινόεσσα Nic. Th. 333. 858. – 2) ([[ἦλος]]), eisernes Band am Deckel einer Kiste, Philo Mechan.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1117.png Seite 1117]] oder ἐφηλίς, ίδος, ἡ, plur. auch αἱ ἐφήλεις, Diosc., ion. [[ἔπηλις]], 1) ([[ἥλιος]]), nach VLL. ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου περὶ τὸ [[πρόσωπον]] [[ἔκκαυσις]] καὶ [[μελανία]], Sommersprossen, u. eine schlimmere Krankheit, Medic., wie Hippocr. [[λειχήν]], [[ἀλφός]], [[ἔφηλις]] zusammenstellt; ἀργινόεσσα Nic. Th. 333. 858. – 2) ([[ἦλος]]), eisernes Band am Deckel einer Kiste, Philo Mechan.
}}
{{ls
|lstext='''ἔφηλις''': Ἰων. [[ἔπηλις]], ιδος, [[ὡσαύτως]] ἐφηλίς, ίδος, ἡ: ([[ἧλος]]): - σιδηροῦν [[ἔλασμα]] καθηλωμένον ἐπὶ τοῦ σκεπάσματος κιβωτίου, Φίλων Βελοπ. 63F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τραχέα στίγματα [[ἅπερ]] καθιστῶσι τὸ [[πρόσωπον]] κατάστικτον (ἐκ τοῦ [[ἧλος]]), ἢ κατ’ ἄλλους μελανίαι ἐν τῷ προσώπῳ [[ἕνεκα]] τοῦ καύματος τοῦ ἡλίου (ἐκ τοῦ [[ἥλιος]]), Ἱππ. Προρρ. 105C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3, κτλ.· πρβλ. Νικ. Θ. 333, 158.
}}
}}

Revision as of 10:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφηλις Medium diacritics: ἔφηλις Low diacritics: έφηλις Capitals: ΕΦΗΛΙΣ
Transliteration A: éphēlis Transliteration B: ephēlis Transliteration C: efilis Beta Code: e)/fhlis

English (LSJ)

Ion. ἔπ- (q. v.), ιδος, also ἐφηλίς, ίδος, ἡ: (ἧλος):—

   A rivet, burr or dinch to secure a nail, Ph.Bel.63.50, IG11(2).165.13 (Delos, iii B.C.).    II in pl., rough spots which stud the face (from ἧλος), or, acc. to others, freckles (from ἤλιος), Hp.Prorrh.2.23, Alim.20, Mul.2.215, Thphr.HP9.20.3, Sor.1.44 (sg.), etc.: acc. pl. ἐφήλεις Dsc.1.123.    2 in sg., = λέπρα, ἐ. ἀργινόεσσα, λεύκη, Nic.Th.333, 858.

German (Pape)

[Seite 1117] oder ἐφηλίς, ίδος, ἡ, plur. auch αἱ ἐφήλεις, Diosc., ion. ἔπηλις, 1) (ἥλιος), nach VLL. ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου περὶ τὸ πρόσωπον ἔκκαυσις καὶ μελανία, Sommersprossen, u. eine schlimmere Krankheit, Medic., wie Hippocr. λειχήν, ἀλφός, ἔφηλις zusammenstellt; ἀργινόεσσα Nic. Th. 333. 858. – 2) (ἦλος), eisernes Band am Deckel einer Kiste, Philo Mechan.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφηλις: Ἰων. ἔπηλις, ιδος, ὡσαύτως ἐφηλίς, ίδος, ἡ: (ἧλος): - σιδηροῦν ἔλασμα καθηλωμένον ἐπὶ τοῦ σκεπάσματος κιβωτίου, Φίλων Βελοπ. 63F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τραχέα στίγματα ἅπερ καθιστῶσι τὸ πρόσωπον κατάστικτον (ἐκ τοῦ ἧλος), ἢ κατ’ ἄλλους μελανίαι ἐν τῷ προσώπῳ ἕνεκα τοῦ καύματος τοῦ ἡλίου (ἐκ τοῦ ἥλιος), Ἱππ. Προρρ. 105C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3, κτλ.· πρβλ. Νικ. Θ. 333, 158.