νεάν: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] ᾶνος, ὁ, = [[νέος]], VLL., die [[μεγιστάν]] u. [[μέγιστος]] damit vergleichen, s. Lob. Phryn. 196. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] ᾶνος, ὁ, = [[νέος]], VLL., die [[μεγιστάν]] u. [[μέγιστος]] damit vergleichen, s. Lob. Phryn. 196. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νεάν''': ᾶνος, ὁ, = [[νέος]], ὡς τὸ ξυνὰν = [[ξυνός]], μεγιστάν = μέγιστος, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 570, Σουΐδ., Εὐστ. 335. 15· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 196. Ἐντεῦθεν [[νεανίας]], κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 5 August 2017
English (LSJ)
ᾶνος, ὁ,
A = νέος, A.D.Adv. 160.8 (νεᾶν codd.), Suid.s.v. νεᾶνις, Eust.335.15; cf. ξυνάν.
German (Pape)
[Seite 234] ᾶνος, ὁ, = νέος, VLL., die μεγιστάν u. μέγιστος damit vergleichen, s. Lob. Phryn. 196.
Greek (Liddell-Scott)
νεάν: ᾶνος, ὁ, = νέος, ὡς τὸ ξυνὰν = ξυνός, μεγιστάν = μέγιστος, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 570, Σουΐδ., Εὐστ. 335. 15· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 196. Ἐντεῦθεν νεανίας, κτλ.