ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(13_3) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. [[πρός]] τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. [[πρός]] τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπισχῡρίζομαι''': ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, [[ἄντικρυς]] ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ [[ἄλλο]] τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διισχυρίζομαι]], [[ἐπιμένω]], Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ [[ἐπισχυρίζομαι]]: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, [[διαρρήδην]], Εὐστ. 1861. 41. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 5 August 2017
English (LSJ)
A oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Th.1.140, cf. Plu.Per.31; πρὸς τὰς ἡδονάς Id.Agis 4,al.; hold out against, πρὸς δίψος Them.Or.11.149c. II set oneself to affirm, maintain a thing, ib.28.342c, Eust.1278.53, etc. III cling firmly, of the λεπάς, Sch.Ar.Pl.1096.
German (Pape)
[Seite 292] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπισχῡρίζομαι: ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, ἄντικρυς ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. διισχυρίζομαι, ἐπιμένω, Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ ἐπισχυρίζομαι: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, διαρρήδην, Εὐστ. 1861. 41.