κατάλληλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(13_6a)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so [[λόγος]] κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so [[λόγος]] κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
}}
{{ls
|lstext='''κατάλληλος''': -ον, ὁ κείμενος [[ἀπέναντι]] τοῦ ἄλλου, [[ἀντίστοιχος]], ἀρμόδιος, πόροι «(ἀντιτιθέμενοι τοῖς παραλλάττουσιν) Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 3, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 2· φύσει ἅμα κατάλληλα τελειοῦται· διὸ καὶ ἀκούει τε ἅμα καὶ φωνεῖ τὰ [[παιδία]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 27, 2· [[γλῶσσα]] [[σύμμετρος]] καὶ κ. τῷ στόματι Ἀρτεμίδ. 1. 32· κ. [[λόγος]] Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37· τὸ κ. τῆς διανοῖας [[αὐτόθι]] 31· τὸ κ. τῆς συντάξεως Ἀπολλών. τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος Δίων Κ. 71. 1, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 177· μετ’ ἀπαρεμφ., «οὐ γὰρ κατάλληλον ζεούσῃ [[ἡλικία]] τῶν ὑγρῶν τὸ θερμότατον ἐπεγχεῖν» ὁ αὐτ. 178· [[ἐρώτημα]] κατάλληλόν τινι ὁ αὐτ. 939·- Ἐπίρρ. -λως, κ. λέγεσθαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 17, 6· κ. τῇ φύσει Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 22, 9. ΙΙ. ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον, κατ’ οὐδ. πληθ. κατάλληλα ὡς ἐπίρ., «τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις», ἐν σειρᾷ καὶ ἐν τάξει, Πολύβ. 3. 5, 6., 5. 31, 5.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλληλος Medium diacritics: κατάλληλος Low diacritics: κατάλληλος Capitals: ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: katállēlos Transliteration B: katallēlos Transliteration C: katallilos Beta Code: kata/llhlos

English (LSJ)

ον,

   A set over against one another, correspondent, πόροι Arist.Pr.905b8, cf. Thphr.CP6.9.2; φύσει ἅμα κατάλληλα τελειοῦται· διὸ καὶ ἀκούει τε ἅμα καὶ φωνεῖ [τὰ παιδία] Arist.Pr.902a11; γλῶσσα κ. τῷ στόματι Artem.1.32, cf. Str.2.1.29; κ. κεῖσθαι to be parallel, of lines, S.E.M.3.100; τὰ κ. the corresponding states, Id.P.1.238; κ. λόγος D.H.Th.37; τὸ κ. τῆς διανοίας ib.31; φαντασίαι δόγμασι κ. M.Ant.7.2; τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D.C. 71.1.    2 appropriate, κ. καὶ κατὰ φύσιν Arr.Epict.1.9.9, cf. Zos.4.53; πρὸς ὑγίειαν M.Ant.5.8. Adv. -λως, κ. λέγεσθαι prob. f.l. for κατ' ἀλλήλων, Arist.Metaph.1041a33, cf. Stoic.3.42; κ. τῇ φύσει Arr. Epict.1.22.9.    3 Gramm., rightly constructed, congruent, A.D. Synt.4.3, al.; also, well-arranged, in good order, of the text of Aristotle, Alex.Aphr.in Metaph.172.13 (Comp.). Adv. Comp. -ότερον ib. 37.20.    II one after another, in succession, neut. pl. κατάλληλα, as Adv., Plb.3.5.6, 5.31.5; in a row, ἑπτὰ κεφαλὰς κ. J.AJ3.6.7; ληφθέντα κατάλληλα taken in corresponding order, Euc.5.4.

German (Pape)

[Seite 1361] gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so λόγος κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλληλος: -ον, ὁ κείμενος ἀπέναντι τοῦ ἄλλου, ἀντίστοιχος, ἀρμόδιος, πόροι «(ἀντιτιθέμενοι τοῖς παραλλάττουσιν) Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 3, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 2· φύσει ἅμα κατάλληλα τελειοῦται· διὸ καὶ ἀκούει τε ἅμα καὶ φωνεῖ τὰ παιδία Ἀριστ. Προβλ. 11. 27, 2· γλῶσσα σύμμετρος καὶ κ. τῷ στόματι Ἀρτεμίδ. 1. 32· κ. λόγος Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37· τὸ κ. τῆς διανοῖας αὐτόθι 31· τὸ κ. τῆς συντάξεως Ἀπολλών. τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος Δίων Κ. 71. 1, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 177· μετ’ ἀπαρεμφ., «οὐ γὰρ κατάλληλον ζεούσῃ ἡλικία τῶν ὑγρῶν τὸ θερμότατον ἐπεγχεῖν» ὁ αὐτ. 178· ἐρώτημα κατάλληλόν τινι ὁ αὐτ. 939·- Ἐπίρρ. -λως, κ. λέγεσθαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 17, 6· κ. τῇ φύσει Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 22, 9. ΙΙ. ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, κατ’ οὐδ. πληθ. κατάλληλα ὡς ἐπίρ., «τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις», ἐν σειρᾷ καὶ ἐν τάξει, Πολύβ. 3. 5, 6., 5. 31, 5.