καπυρός: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
(13_7_1) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] (κάπω, [[καπύω]], nach Eust. gar von [[καίω]] u. πῦρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; [[ἄλευρον]] καὶ [[ἄλφιτον]] καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., [[νόσος]], ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν [[στόμα]] Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέθει [[στόμα]] ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται [[μᾶλλον]] τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Ggstz zu den ernsten zu sein scheinen; [[μουσικός]] εἰμι καὶ [[συρίζω]] [[πάνυ]] καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύθη [[γέλως]] Alciphr. 3, 48. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] (κάπω, [[καπύω]], nach Eust. gar von [[καίω]] u. πῦρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; [[ἄλευρον]] καὶ [[ἄλφιτον]] καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., [[νόσος]], ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν [[στόμα]] Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέθει [[στόμα]] ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται [[μᾶλλον]] τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Ggstz zu den ernsten zu sein scheinen; [[μουσικός]] εἰμι καὶ [[συρίζω]] [[πάνυ]] καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύθη [[γέλως]] Alciphr. 3, 48. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰπῠρός''': -ά, -όν, ἀπεξηράμμενος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, [[ξηρός]], κάρυα Ἐπιχ. 101 Ahr.· κρέα Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 2· ὁστέον, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. 911C· [[ἄλευρον]] καὶ [[ἄλφιτον]] κ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 3· ἐπὶ τοῦ πάππου τῆς ἀκάνθης, ὡς ἀπ’ ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται, «ὡς ἀπὸ τῆς κινάρας οἱ πάπποι. λέγονται δὲ οιμαι χαῖται διὰ τὸ κόμαις ἐοικέναι. καπυραὶ δὲ αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 16. 2) ἐνεργ., ὁ ξηραίνων, ἀποξηραίνων, κ. [[νόσος]], ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. 2. 85. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, καπυρὸν γελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως, Ἀνθ. Π. 7. 414, Λόγγος 2. 5. κ. [[γέλως]] Ἀλκίφρων 3. 48: - οὕτω περὶ τῶν ποιητῶν λέγεται ὅτι ἔχουσι, καπυρὸν [[στόμα]], [[στόμα]] ἢ ᾆσμα καλλίφωνον (πρβλ. [[κράμβος]]), Θεόκρ. 7. 37, Μόσχ. 3. 94· [[συρίζω]] [[πάνυ]] καπυρόν, [[πάνυ]] λιγοφώνως, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 3· - ᾠδαὶ κ., ᾠδαὶ ἀγροικικαὶ καὶ ἄσεμνοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐσπουδασμέναι, Ἀθήν. 697Β: πρβλ. [[κράμβος]], κρεμβαλέος. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς αἱ λέξ. [[καπύω]], [[καπνός]]· πρβλ. [[αὖος]] ἐκ τοῦ ἄω, [[ἄημι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A dried by the air, κάρυα Epich.150; Χοιρίων σκέλη Antiph.185; ἄλφιτον κ. Arist.Pr.927a24, cf. Dieuch. ap. Orib.4.7.3; τυρός Test.Epict.5.36; Χαῖται (of thistle-down) Theoc.6.16. b brittle, ὀστέον Hp.VC19 (v.l. εὔπριστον); cj. in Thphr.HP3.13.4 and 7 (Comp.); crisp, crackly, Diocl.Fr.147. 2 Act., drying, parching, κ. νόσος, of love, Theoc.2.85. II of sound, crackly, καπυρὸν ψοφεῖν Gal.6.434: metaph., κ. γελάσας laughing loud, AP7.414 (Nossis), cf. Longus 2.5; κ. γέλως Alciphr.3.48; κ. στόμα clear-sounding, of Poets, Theoc.7.37; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.DDeor. 22.3; καπυρώτεραι ᾠδαί rude songs, opp. ἐσπουδασμέναι, Ath.15.697b.
German (Pape)
[Seite 1324] (κάπω, καπύω, nach Eust. gar von καίω u. πῦρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., νόσος, ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν στόμα Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέθει στόμα ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾶλλον τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Ggstz zu den ernsten zu sein scheinen; μουσικός εἰμι καὶ συρίζω πάνυ καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύθη γέλως Alciphr. 3, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπῠρός: -ά, -όν, ἀπεξηράμμενος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, ξηρός, κάρυα Ἐπιχ. 101 Ahr.· κρέα Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 2· ὁστέον, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. 911C· ἄλευρον καὶ ἄλφιτον κ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 3· ἐπὶ τοῦ πάππου τῆς ἀκάνθης, ὡς ἀπ’ ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται, «ὡς ἀπὸ τῆς κινάρας οἱ πάπποι. λέγονται δὲ οιμαι χαῖται διὰ τὸ κόμαις ἐοικέναι. καπυραὶ δὲ αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 16. 2) ἐνεργ., ὁ ξηραίνων, ἀποξηραίνων, κ. νόσος, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. 2. 85. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, καπυρὸν γελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως, Ἀνθ. Π. 7. 414, Λόγγος 2. 5. κ. γέλως Ἀλκίφρων 3. 48: - οὕτω περὶ τῶν ποιητῶν λέγεται ὅτι ἔχουσι, καπυρὸν στόμα, στόμα ἢ ᾆσμα καλλίφωνον (πρβλ. κράμβος), Θεόκρ. 7. 37, Μόσχ. 3. 94· συρίζω πάνυ καπυρόν, πάνυ λιγοφώνως, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 3· - ᾠδαὶ κ., ᾠδαὶ ἀγροικικαὶ καὶ ἄσεμνοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐσπουδασμέναι, Ἀθήν. 697Β: πρβλ. κράμβος, κρεμβαλέος. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς αἱ λέξ. καπύω, καπνός· πρβλ. αὖος ἐκ τοῦ ἄω, ἄημι).