περιορίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ [[πολυμάθεια]], Luc. de salt. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ [[πολυμάθεια]], Luc. de salt. 37.
}}
{{ls
|lstext='''περιορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· [[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος, [[ἄνευ]] ὁρίου τινός, [[αὐτόθι]] 719Ε. - Παθ., [[ἡγεμονία]] τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. [[ἐξορίζω]], πρβλ. [[περιωθέω]].
}}
}}

Revision as of 11:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιορίζω Medium diacritics: περιορίζω Low diacritics: περιορίζω Capitals: ΠΕΡΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: periorízō Transliteration B: periorizō Transliteration C: periorizo Beta Code: periori/zw

English (LSJ)

   A mark by boundaries : set a limit, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν . . Plu.2.226d; ἄνευ τοῦ περιορίζοντος without any boundary, ib.719e :—Pass., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα Id.Caes.58 ; τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Luc.Salt. 37.    2. draw up the description of the boundaries of a property, π. τὴν χώραν OGI225.30 (Didyma, iii B. C.):—Pass., ἀπὸ τῶν περιωρισμένων τόπων SIG1231.9(Nicomedia, iii/iv A. D.).    II banish, Lat. deportare, ἐν νήσῳ-ορισθείς D.C.76.5, cf. Just.Nov.42.3Intr. (Pass.).    2 dislocate, Apollon.Cit.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 585] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ πολυμάθεια, Luc. de salt. 37.

Greek (Liddell-Scott)

περιορίζω: περικλείω ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· ἄνευ τοῦ περιορίζοντος, ἄνευ ὁρίου τινός, αὐτόθι 719Ε. - Παθ., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. ἐξορίζω, πρβλ. περιωθέω.