ἔμπαιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0809.png Seite 809]] = [[ἔμπειρος]] (vgl. [[ἐμπάζομαι]]?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; [[δρόμων]] Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. [[παίω]]), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0809.png Seite 809]] = [[ἔμπειρος]] (vgl. [[ἐμπάζομαι]]?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; [[δρόμων]] Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. [[παίω]]), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
}}
{{ls
|lstext='''ἔμπαιος''': -ον, (Α) = [[ἔμπειρος]], [[εἰδήμων]], ἠσκημένος ἔν τινι, [[μετὰ]] γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν [[ἔμπαιος]] [[ἀλήτης]] Φ. 400· ἔμπ. [[δρόμων]] Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]], [[ἴσως]] συγγενὴς τῷ [[ἐμπάζομαι]], δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ ἑπομένου.
}}
}}

Revision as of 11:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπαιος Medium diacritics: ἔμπαιος Low diacritics: έμπαιος Capitals: ΕΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: émpaios Transliteration B: empaios Transliteration C: empaios Beta Code: e)/mpaios

English (LSJ)

(A), ον,

   A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)

   A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.