χειροπόδης: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(13_1) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ὁ, poet. = [[χειρόπους]], Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. [[χειράς]]). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ὁ, poet. = [[χειρόπους]], Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. [[χειράς]]). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χειροπόδης''': -ου, ὁ, (ἢ [[μᾶλλον]] χιρο-, πρβλ. [[χειράς]]), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, [[χειρόπους]], ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» [[Πολυδ]]. Β΄ , 152. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with chapped feet, Alc.37 B.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, poet. = χειρόπους, Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. χειράς).
Greek (Liddell-Scott)
χειροπόδης: -ου, ὁ, (ἢ μᾶλλον χιρο-, πρβλ. χειράς), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» Πολυδ. Β΄ , 152.