μετεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0158.png Seite 158]] (s. [[εἶπον]]), zu Mehreren, unter ihnen sprechen, am häufigsten ὅ [[σφιν]] ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε u. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε; auch τοῖσι – μετὰ μῦθον ἔειπεν, Il. 3, 303. 9, 623 u. öfter; vgl. μετὰ πᾶσιν ἔειπεν u. ähnl., die nicht als Tmesis zu nehmen sind; die erste Person μετέειπον Od. 19, 140; auch ohne Casus, Il. 7, 94. 8, 30. 9, 31 Od. 7, 155; auch bei sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0158.png Seite 158]] (s. [[εἶπον]]), zu Mehreren, unter ihnen sprechen, am häufigsten ὅ [[σφιν]] ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε u. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε; auch τοῖσι – μετὰ μῦθον ἔειπεν, Il. 3, 303. 9, 623 u. öfter; vgl. μετὰ πᾶσιν ἔειπεν u. ähnl., die nicht als Tmesis zu nehmen sind; die erste Person μετέειπον Od. 19, 140; auch ohne Casus, Il. 7, 94. 8, 30. 9, 31 Od. 7, 155; auch bei sp. D.
}}
{{ls
|lstext='''μετεῖπον''': Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ [[μετάφημι]], [[λέγω]], ὁμιλῶ εἰς τὸ [[πλῆθος]], [[μετὰ]] δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ [[σφιν]] ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· [[ἅπαξ]] δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140.
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεῖπον Medium diacritics: μετεῖπον Low diacritics: μετείπον Capitals: ΜΕΤΕΙΠΟΝ
Transliteration A: meteîpon Transliteration B: meteipon Transliteration C: meteipon Beta Code: metei=pon

English (LSJ)

Ep. μετέειπον, aor. 2 of μεταφωνέω,

   A speak among, address, c. dat. pl.; freq. in Hom., mostly in phrases, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν Il.1.253, al.; τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε 2.336, al., cf. Hes. Th.643: abs., mostly with ὀψέ, Il.7.94, Od.7.155, etc.—Hom. always uses 3sg. Ep. μετέειπε, exc. once 1sg. μετέειπον, Od.19.140.

German (Pape)

[Seite 158] (s. εἶπον), zu Mehreren, unter ihnen sprechen, am häufigsten ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε u. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε; auch τοῖσι – μετὰ μῦθον ἔειπεν, Il. 3, 303. 9, 623 u. öfter; vgl. μετὰ πᾶσιν ἔειπεν u. ähnl., die nicht als Tmesis zu nehmen sind; die erste Person μετέειπον Od. 19, 140; auch ohne Casus, Il. 7, 94. 8, 30. 9, 31 Od. 7, 155; auch bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μετεῖπον: Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ μετάφημι, λέγω, ὁμιλῶ εἰς τὸ πλῆθος, μετὰ δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, μετὰ ταῦτα, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· ἅπαξ δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140.