μέλαθρον: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(13_7_1)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] τό, die <b class="b2">Stubendecke</b>, bes. der große Querbalken, welcher die Decke trägt, πολλὰ δὲ καὶ [[καθύπερθε]] μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου 11, 278, H. h. Cer. 188. Auch das Dachgebälk, Dachgesims, Od. 19, 544 ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ. – <b class="b2">Dach</b>, [[ἐπεί]] κε [[μέλαθρον]] ὑπέλθῃ Od. 18, 150, vgl. Il. 2, 414. 9, 204. 640; gew. übh. <b class="b2">Haus</b>, Wohnung, κυπαρίσσινον, Pind. P. 5, 40, u. so immer bei den Tragg., ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθών Aesch. Ag. 825, μελάθροις ἐν βασιλείοις Ch. 339. 1061; bei Soph. Phil. 147, τῶνδ' ἐκ μελάθρων, die Höhle des Philoktet bezeichnend; ὑψιπετὲς εἰς [[μέλαθρον]] Eur. Hec. 1101, u. öfter im plur., bes. von Häusern der Fürsten, wie auch bei sp. D., z. B. Ap. Rh. 3, 789. Nach E. M. von [[μελαίνω]], weil in der Decke das Loch zum Rauchfang angebracht war.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] τό, die <b class="b2">Stubendecke</b>, bes. der große Querbalken, welcher die Decke trägt, πολλὰ δὲ καὶ [[καθύπερθε]] μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου 11, 278, H. h. Cer. 188. Auch das Dachgebälk, Dachgesims, Od. 19, 544 ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ. – <b class="b2">Dach</b>, [[ἐπεί]] κε [[μέλαθρον]] ὑπέλθῃ Od. 18, 150, vgl. Il. 2, 414. 9, 204. 640; gew. übh. <b class="b2">Haus</b>, Wohnung, κυπαρίσσινον, Pind. P. 5, 40, u. so immer bei den Tragg., ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθών Aesch. Ag. 825, μελάθροις ἐν βασιλείοις Ch. 339. 1061; bei Soph. Phil. 147, τῶνδ' ἐκ μελάθρων, die Höhle des Philoktet bezeichnend; ὑψιπετὲς εἰς [[μέλαθρον]] Eur. Hec. 1101, u. öfter im plur., bes. von Häusern der Fürsten, wie auch bei sp. D., z. B. Ap. Rh. 3, 789. Nach E. M. von [[μελαίνω]], weil in der Decke das Loch zum Rauchfang angebracht war.
}}
{{ls
|lstext='''μέλαθρον''': τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ [[ὀροφή]], ἡ ἐσωτερικὴ [[ὄψις]] τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ [[κυρία]] δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, [[ἔνθα]] ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ [[ἄκρον]] τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) [[καθόλου]], [[στέγη]], [[ὀροφή]], Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. [[οἰκία]], [[κατοικία]], κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. ([[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ [[μελαίνω]], πρβλ. [[καπνοδόκη]] παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ [[δοκός]], τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a).
}}
}}

Revision as of 11:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλαθρον Medium diacritics: μέλαθρον Low diacritics: μέλαθρον Capitals: ΜΕΛΑΘΡΟΝ
Transliteration A: mélathron Transliteration B: melathron Transliteration C: melathron Beta Code: me/laqron

English (LSJ)

τό, Ep. gen. sg.

   A μελαθρόφιν Od.8.279:—roof-tree, ridgepole, μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο l.c., cf. 11.278, h.Ven.173, IG11(2).161A 105 (Delos, iii B. C.), 199A113 (ibid., pl.); ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ Od. 19.544: generally, beam, LXX 3 Ki.7.9(20); τὰ μ. τῶν θυρίδων PRyl. 233.5 (ii A. D.).    2 roof, Il.2.414, Od.18.150.    II house, κυπαρίσσινον μ. Pi.P.5.40; οὐράνιον μ., of heaven, E.Hec.1101 (lyr.): mostly in pl., Alc.Supp.19.2, etc.; μ. ἐν βασιλείοις in the king's halls, A.Ch.343 (anap.), etc.; ἐς δόμων μ. Id.Ag.957; of a cave used as a dwelling, S.Ph.147, E.Cyc.491 (both anap.).    2 lair of an animal, Opp.C.2.307.    3 cage, ib.4.107,423. (Acc. to EM576.16 from μελαίνω, cf. καπνοδόκη; it is doubtful whether κμέλεθρον is cogn.)

German (Pape)

[Seite 118] τό, die Stubendecke, bes. der große Querbalken, welcher die Decke trägt, πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου 11, 278, H. h. Cer. 188. Auch das Dachgebälk, Dachgesims, Od. 19, 544 ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ. – Dach, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ Od. 18, 150, vgl. Il. 2, 414. 9, 204. 640; gew. übh. Haus, Wohnung, κυπαρίσσινον, Pind. P. 5, 40, u. so immer bei den Tragg., ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθών Aesch. Ag. 825, μελάθροις ἐν βασιλείοις Ch. 339. 1061; bei Soph. Phil. 147, τῶνδ' ἐκ μελάθρων, die Höhle des Philoktet bezeichnend; ὑψιπετὲς εἰς μέλαθρον Eur. Hec. 1101, u. öfter im plur., bes. von Häusern der Fürsten, wie auch bei sp. D., z. B. Ap. Rh. 3, 789. Nach E. M. von μελαίνω, weil in der Decke das Loch zum Rauchfang angebracht war.

Greek (Liddell-Scott)

μέλαθρον: τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ ὀροφή, ἡ ἐσωτερικὴ ὄψις τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ κυρία δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, ἔνθα ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ ἄκρον τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) καθόλου, στέγη, ὀροφή, Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. οἰκία, κατοικία, κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. (Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ μελαίνω, πρβλ. καπνοδόκη παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ τύπος κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ δοκός, τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a).