καταστυγέω: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(7) |
(6_5) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katastuge/w | |Beta Code=katastuge/w | ||
|Definition=aor. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κατέστῠγον <span class="bibl">Il.17.694</span>:—<b class="b2">to be horror-struck</b>, <b class="b3">κατέστυγε μῦθον ἀκούσας</b> l.c.: c.acc., <b class="b2">abhor, abominate</b>, κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν <span class="bibl">Od.10.113</span>; δόρπα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>476</span>: later aor. κατεστύγησα <span class="bibl">Eun. <span class="title">VS</span> p.471</span> D., Apollon.<span class="title">Lex.</span>s.v. [[κατέστυγε]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> causal in aor. 1 <b class="b3">κατέστυξα</b>, <b class="b2">make abominable</b>, EM731.26 (but in Hsch. = [[μισῆσαι]]). pf. part. Pass. κατεστυγημένος Phot., Suid.; f.l. -<b class="b3">μένως</b> in Hsch.</span> | |Definition=aor. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κατέστῠγον <span class="bibl">Il.17.694</span>:—<b class="b2">to be horror-struck</b>, <b class="b3">κατέστυγε μῦθον ἀκούσας</b> l.c.: c.acc., <b class="b2">abhor, abominate</b>, κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν <span class="bibl">Od.10.113</span>; δόρπα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>476</span>: later aor. κατεστύγησα <span class="bibl">Eun. <span class="title">VS</span> p.471</span> D., Apollon.<span class="title">Lex.</span>s.v. [[κατέστυγε]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> causal in aor. 1 <b class="b3">κατέστυξα</b>, <b class="b2">make abominable</b>, EM731.26 (but in Hsch. = [[μισῆσαι]]). pf. part. Pass. κατεστυγημένος Phot., Suid.; f.l. -<b class="b3">μένως</b> in Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταστῠγέω''': ἀόρ. κατέστῠγον - κατατρομάζω, φρίκην [[αἰσθάνομαι]], φρικιάζω, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Ἰλ. Ρ. 694· «κατεστύγνασεν» Ἡσύχ.· μετ’ αἰτ., [[τρομάζω]] [[πρός]] τι, φρίττω, [[βδελύσσομαι]], κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτὴν Ὀδ. Κ. 113· «ἰστέον δ’ ὅτι [[πάλαι]] μὲν φρὶκην ῥιγεδανὴν ἐδήλου τὸ στυγεῖν, οἱ δὲ [[ὕστερον]] ἀντὶ τοῦ μισεῖν αὐτὸ λαμβάνουσι διὰ τὸ ἐπακολουθοῦν [[μῖσος]] τοῖς στυγουμένοις» Εὐσταθ. Ἰλ. Α. 186·- παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] εἰς ἀόρ. κατεστύγησα. ΙΙ. ὁ ἀόρ. α' εἶνε καὶ μεταβ. καὶ ἀμεταβ., κατέστυξα, ἐφόβησα τινὰ καὶ ἐφοβήθην, Μέγ. Ἐτυμ. 731. 26· οὕτω μετοχ. παθ. πρκμ. κατεστυγημένος, μεμισημένος, Φώτ., Σουΐδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 5 August 2017
English (LSJ)
aor.
A κατέστῠγον Il.17.694:—to be horror-struck, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας l.c.: c.acc., abhor, abominate, κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν Od.10.113; δόρπα Nic.Al.476: later aor. κατεστύγησα Eun. VS p.471 D., Apollon.Lex.s.v. κατέστυγε. II causal in aor. 1 κατέστυξα, make abominable, EM731.26 (but in Hsch. = μισῆσαι). pf. part. Pass. κατεστυγημένος Phot., Suid.; f.l. -μένως in Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καταστῠγέω: ἀόρ. κατέστῠγον - κατατρομάζω, φρίκην αἰσθάνομαι, φρικιάζω, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Ἰλ. Ρ. 694· «κατεστύγνασεν» Ἡσύχ.· μετ’ αἰτ., τρομάζω πρός τι, φρίττω, βδελύσσομαι, κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτὴν Ὀδ. Κ. 113· «ἰστέον δ’ ὅτι πάλαι μὲν φρὶκην ῥιγεδανὴν ἐδήλου τὸ στυγεῖν, οἱ δὲ ὕστερον ἀντὶ τοῦ μισεῖν αὐτὸ λαμβάνουσι διὰ τὸ ἐπακολουθοῦν μῖσος τοῖς στυγουμένοις» Εὐσταθ. Ἰλ. Α. 186·- παρὰ Βυζ. ὡσαύτως εἰς ἀόρ. κατεστύγησα. ΙΙ. ὁ ἀόρ. α' εἶνε καὶ μεταβ. καὶ ἀμεταβ., κατέστυξα, ἐφόβησα τινὰ καὶ ἐφοβήθην, Μέγ. Ἐτυμ. 731. 26· οὕτω μετοχ. παθ. πρκμ. κατεστυγημένος, μεμισημένος, Φώτ., Σουΐδ.