ἐπισκέπτομαι: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(13_6b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] (praes. selten, s. [[ἐπισκοπέω]], häufig aber aor. u. fut.), ansehen, Soph. Ai. 841; Eur. Heracl. 829; überschauen, betrachten, untersuchen, ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ [[ἐλάσσων]] ὁ [[χῶρος]] γέγονε Her. 2, 153; oft Plat., [[τόδε]] ἐπίσκεψαι, εἴ τι [[λέγω]] Phaed. 87 b; τοσόνδε περὶ τῶν εἰρημένων Theaet. 189 b, wie περὶ ἀρετῆς Prot. 348 d, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen, mit folgendem εἰ, Rep. VIII, 544 a; οἷον δυσμάς τε καὶ ἀνατολὰς ἐπεσκεμμένον Epinom. 990 a; ὁ ἐπισκεψάμενος ἑαυτὸν ὁποῖός ἐστι Xen. Mem. 1, 6, 4; [[ὑπέρ]] τινος, Pol. 3, 15, 2; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας, besuchen, Plut. de san. tu. p. 389; vom Arzt, Hdn. 4, 2, 7; N. T.; – ἐπέσκεπται im pass. Sinne, Arist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] (praes. selten, s. [[ἐπισκοπέω]], häufig aber aor. u. fut.), ansehen, Soph. Ai. 841; Eur. Heracl. 829; überschauen, betrachten, untersuchen, ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ [[ἐλάσσων]] ὁ [[χῶρος]] γέγονε Her. 2, 153; oft Plat., [[τόδε]] ἐπίσκεψαι, εἴ τι [[λέγω]] Phaed. 87 b; τοσόνδε περὶ τῶν εἰρημένων Theaet. 189 b, wie περὶ ἀρετῆς Prot. 348 d, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen, mit folgendem εἰ, Rep. VIII, 544 a; οἷον δυσμάς τε καὶ ἀνατολὰς ἐπεσκεμμένον Epinom. 990 a; ὁ ἐπισκεψάμενος ἑαυτὸν ὁποῖός ἐστι Xen. Mem. 1, 6, 4; [[ὑπέρ]] τινος, Pol. 3, 15, 2; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας, besuchen, Plut. de san. tu. p. 389; vom Arzt, Hdn. 4, 2, 7; N. T.; – ἐπέσκεπται im pass. Sinne, Arist. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπισκέπτομαι''': ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος [[ἐπισκοπέω]]· ἴδε [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 5 August 2017
English (LSJ)
A = ἐπισκοπέω, Hp.Prorrh.2.1, Men.710, S.E.M.5.89, Plu.2.129c, etc. 2. pass in review: hence, number a host, LXX 1 Ki.15.4.
German (Pape)
[Seite 978] (praes. selten, s. ἐπισκοπέω, häufig aber aor. u. fut.), ansehen, Soph. Ai. 841; Eur. Heracl. 829; überschauen, betrachten, untersuchen, ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Her. 2, 153; oft Plat., τόδε ἐπίσκεψαι, εἴ τι λέγω Phaed. 87 b; τοσόνδε περὶ τῶν εἰρημένων Theaet. 189 b, wie περὶ ἀρετῆς Prot. 348 d, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen, mit folgendem εἰ, Rep. VIII, 544 a; οἷον δυσμάς τε καὶ ἀνατολὰς ἐπεσκεμμένον Epinom. 990 a; ὁ ἐπισκεψάμενος ἑαυτὸν ὁποῖός ἐστι Xen. Mem. 1, 6, 4; ὑπέρ τινος, Pol. 3, 15, 2; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας, besuchen, Plut. de san. tu. p. 389; vom Arzt, Hdn. 4, 2, 7; N. T.; – ἐπέσκεπται im pass. Sinne, Arist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκέπτομαι: ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος ἐπισκοπέω· ἴδε σκέπτομαι.