κυψέλη: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(13_6a) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] ἡ (vgl. [[κύπη]]), jede Höhlung, bes. die <b class="b2">Ohrhöhle</b>, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. [[κύφελλον]]. – Gefäß, <b class="b2">Kasten</b>, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener <b class="b2">Bienenkorb</b>, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, [[ἀγγεῖον]] εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] ἡ (vgl. [[κύπη]]), jede Höhlung, bes. die <b class="b2">Ohrhöhle</b>, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. [[κύφελλον]]. – Gefäß, <b class="b2">Kasten</b>, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener <b class="b2">Bienenkorb</b>, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, [[ἀγγεῖον]] εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A any hollow vessel: chest, box (whence Cypselus was called), Hdt.5.92.έ, Plu.2.164a, Paus.5.17.5; ἑξμέδιμνος κ., of a cornchest, Ar.Pax631; bee-hive, Plu.2.601c: metaph., κυψέλαι φρονημάτων boxes full of thoughts, Com.Adesp.703. II hollow of the ear, Poll.2.85, Hsch.: hence, 2 = κυψελίς 11, ear-wax, κυψέλην . . ἔχεις . . ἐν τοῖς ὠσίν, prov. of stupid men, Com.Adesp.620, cf. Eup. 213, Alex.Aphr.Pr.2.63.
German (Pape)
[Seite 1539] ἡ (vgl. κύπη), jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. κύφελλον. – Gefäß, Kasten, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, ἀγγεῖον εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως.
Greek (Liddell-Scott)
κυψέλη: ἡ, πᾶν κοῖλον ἀγγεῖον· ― κιβώτιον, θήκη (ὅθεν ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. ἑξμέδιμνος, σκεῦος πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― κυψέλη μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. κύτταρος· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ κοιλότης τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ κυψελίς, ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ κύπτω, κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).