μετοχή: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(13_1)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, das Mithaben ([[μετέχω]]), die Theilnahme; Her. 1, 144; Plat. ep. 345 a. – Bei den Gramm. das Participium.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, das Mithaben ([[μετέχω]]), die Theilnahme; Her. 1, 144; Plat. ep. 345 a. – Bei den Gramm. das Participium.
}}
{{ls
|lstext='''μετοχή''': ἡ, ([[μετέχω]]) τὸ μετέχειν, [[μέθεξις]], [[κοινωνία]], Ἡρόδ. 1. 144, Ἐπ. Πλάτ. 345Α· κατὰ μετοχήν, [[ἕνεκα]] ἑνότητος μετά τινος ἄλλου, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 11· [[μετὰ]] γεν., συμετοχὴ ἔν τινι, καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 13, πρβλ. 2554. 25. 2) = [[συνάφεια]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΚΒ΄, 3). 3) παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι, γῆ κατεχομένη κοινῶς παρὰ πολλῶν. ΙΙ. ὁ γνωστὸς γραμματικὸς [[τύπος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Εὐστ. 138, 19, κλ.
}}
}}

Revision as of 11:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοχή Medium diacritics: μετοχή Low diacritics: μετοχή Capitals: ΜΕΤΟΧΗ
Transliteration A: metochḗ Transliteration B: metochē Transliteration C: metochi Beta Code: metoxh/

English (LSJ)

ἡ, (μετέχω)

   A sharing, participation, Hdt.1.144, Pl.Ep.345a, AP9.316.9 (Leon.); περὶ μετοχῆς τοῦ παραδείσου their shares in the orchard, PCair.Zen.369.2 (iii B.C.); παρουσία καὶ μ. Plu.2.945f; τίς μ. δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; 2 Ep.Cor.6.14; κατὰ μετοχήν in virtue of participation in something else, Arist.Metaph.1030a13, Ph.1.47; κατὰ μετοχήν τε καὶ μετουσίαν τῆς ἰδέας Polyxenus ap. Alex. Aphr. in Metaph.84.17; μ. καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων GDI5040.13, cf. 5042.8 (Hierapytna).    2 Astrol., joint possession or occupation by two planets, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).107,115, Porph.in Ptol.190.    3 partaking of food, τῇ τῶν ζῴων μετοχῇ lamb.VP24.108 codd. (dub.l.).    4 partnership, PRev.Laws14.10 (pl., iii B.C.), etc.    II Gramm., participle, D.T.634.5, D.H.Comp.2, Plu.2.1011c, A.D.Synt.15.20, al., Poll.7.9, Eust.138.16.    III compactness, LXX Ps.121(122).3.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, das Mithaben (μετέχω), die Theilnahme; Her. 1, 144; Plat. ep. 345 a. – Bei den Gramm. das Participium.

Greek (Liddell-Scott)

μετοχή: ἡ, (μετέχω) τὸ μετέχειν, μέθεξις, κοινωνία, Ἡρόδ. 1. 144, Ἐπ. Πλάτ. 345Α· κατὰ μετοχήν, ἕνεκα ἑνότητος μετά τινος ἄλλου, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 11· μετὰ γεν., συμετοχὴ ἔν τινι, καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 13, πρβλ. 2554. 25. 2) = συνάφεια, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΚΒ΄, 3). 3) παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι, γῆ κατεχομένη κοινῶς παρὰ πολλῶν. ΙΙ. ὁ γνωστὸς γραμματικὸς τύπος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Εὐστ. 138, 19, κλ.