ἱστάνω: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] Sp. = [[ἵστημι]], stellen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] Sp. = [[ἵστημι]], stellen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱστάνω''': μεταγεν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἵστημι]], Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. [[ὡσαύτως]] ἐφιστάνω. Ὁ [[τύπος]] οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 5 August 2017
English (LSJ)
later collat. form of ἵστημι, first in inf. ἱστάνειν, (ἀνθ-) PPetr.2p.120 (iii B.C.), (καθ-) Michel 1006.22 (Teos, ii B.C.), (συν-) Plb.3.108.4, (ἀποκαθ-) Ascl.Tact.10.9, cf. Dsc.4.43, etc.; cf.
A ἱστάναι Ἀττικοί, ἱστάνειν Ἕλληνες Moer.200; part. (ἐφ) ιστάνοντες Plb.11.2.5; τὸ ἱστάνον Simp.in Ph.1257.34: ind. ἱστάνει Philistio ap.Ath.3.115e, ἱστάνομεν Ep.Rom.3.31, (παρ) ιστάνουσι Phld.Rh.1.266S., etc.: impf. (συν) ίστανον Plb.4.5.6, (δι-) App.Hisp.36, etc.:—Pass., ἱστανόμενος IG22.1343.26 (i B.C.):—introduced by the copyists into Lys. 25.3, Is.2.29, etc.
German (Pape)
[Seite 1268] Sp. = ἵστημι, stellen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστάνω: μεταγεν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἵστημι, Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. ὡσαύτως ἐφιστάνω. Ὁ τύπος οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ.