διασφάξ: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] άγος, ἡ, Felsenspalte, Schlucht, Her. 2, 158. 3, 117. 7, 199, nach Gregor. Cor. διάσφαγες αἱ διεστῶσαι πέτραι, auch διασφᾶγες falsch accentuirt. Nach VLL. bei Com. = die weibliche Schaam.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] άγος, ἡ, Felsenspalte, Schlucht, Her. 2, 158. 3, 117. 7, 199, nach Gregor. Cor. διάσφαγες αἱ διεστῶσαι πέτραι, auch διασφᾶγες falsch accentuirt. Nach VLL. bei Com. = die weibliche Schaam.
}}
{{ls
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασφάξ Medium diacritics: διασφάξ Low diacritics: διασφάξ Capitals: ΔΙΑΣΦΑΞ
Transliteration A: diaspháx Transliteration B: diasphax Transliteration C: diasfaks Beta Code: diasfa/c

English (LSJ)

άγος, ἡ, (διασφάζω)

   A any opening made by violence, rent, esp. gorge, through which a river runs, Hdt.2.158 (pl.),3.117, etc.; cleft in the earth, Lyc.317.    2 Medic., of divisions of blood-vessels, Hp.Loc.Hom.3; fissure in the liver, Herophil. ap. Gal.2.570.    3 sluice, POxy.1188.24 (i A. D.).    II gill-cavity, in fishes, Opp.H. 1.744.    2 = τὸ θῆλυ μόριον, Eust.897.60.

German (Pape)

[Seite 605] άγος, ἡ, Felsenspalte, Schlucht, Her. 2, 158. 3, 117. 7, 199, nach Gregor. Cor. διάσφαγες αἱ διεστῶσαι πέτραι, auch διασφᾶγες falsch accentuirt. Nach VLL. bei Com. = die weibliche Schaam.

Greek (Liddell-Scott)

διασφάξ: άγος, ἡ, (διασφάζω) πᾶν ἄνοιγμα βιαίως γινόμενον, σχίσμα, ῥῆγμα, ἰδίως βραχώδης χαράδρα, δι’ ἧς ῥέει ποταμός, ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. καθόλου, κοιλότης, οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = αἰδοῖον γυναικεῖον, Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.