δᾶ: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(13_3)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0513.png Seite 513]] dor. = γᾶ, γῆ, voc. φεῦ Δᾶ Eur. Phoen. 1304; so sagt die Lacedämonierin bei Ar. Lys. 198; vgl.Aesch. Prom. 568 Eum. 841; οὐ δᾶν, nein bei der Erde, Theocr. 4, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0513.png Seite 513]] dor. = γᾶ, γῆ, voc. φεῦ Δᾶ Eur. Phoen. 1304; so sagt die Lacedämonierin bei Ar. Lys. 198; vgl.Aesch. Prom. 568 Eum. 841; οὐ δᾶν, nein bei der Erde, Theocr. 4, 17.
}}
{{ls
|lstext='''δᾶ''': ἐρμηνευόμενον ὑπὸ τῶν Σχολ. ὡς Δωρ. ἀντὶ γᾶ, γῆ, ἐν ταῖς φράσεσι φεῦ δᾶ Εὐρ. Φοιν. 1296, Ἀριστοφ. Λυσ. 198· οἰοῑ δᾶ, φεῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 874· ἀλεῦ δᾱ ὁ αὐτ. Πρ. 568· οὐ δᾶν, ὄχι, μὰ τὴν γῆν, Θεόκρ. 4. 17· ἐν τῷ κυρίῳ ὀνόματι Δα-[[μάτηρ]] καὶ τῷ οὐδ. [[δάπεδον]].― Ἀλλ’ ὁ Ahrens (π. Δωρ. Δ. 80) πααρτηρεῖ ὅτι ἡ [[ἐπίκλησις]] τῆς γῆς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις [[εἶναι]] [[παράδοξος]], ὅτι οὐδεὶς Ἑλληνικὸς [[τύπος]] Γη-[[μήτηρ]] ἀπαντᾷ, ὅτι τὸ [[δάπεδον]] ἔχει δᾰ- καὶ δὲν δύναται λοιπὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ δᾶ· καὶ συμπεραίνει ὅτι ἡ [[λέξις]] δᾶ, ἢ [[μᾶλλον]] Δᾶ, [[εἶναι]] Δωρ. κλητ. τοῦ Δάν = Ζάν (ὃ ἐ. Ζήν, Ζεύς), καὶ ὅτι τὸ Δᾶν παρὰ Θεοκρ.= Ζῆν (ὃ ἐ. Ζῆνα).
}}
}}

Revision as of 11:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾶ Medium diacritics: δᾶ Low diacritics: δα Capitals: ΔΑ
Transliteration A: Transliteration B: da Transliteration C: da Beta Code: da=

English (LSJ)

expld. by the Sch.A.Ag.1072, EM60.8 as Dor. for γᾶ, γῆ, in Trag. (lyr.) φεῦ δᾶ, E.Ph.1296, Ar.Lys.198;

   A οἰοῖ δᾶ φεῦ A.Eu.874; ἄλευ' ἆ δᾶ Id.Pr.567; ὀτοτοτοτοῖ ποποῖ δᾶ Id.Ag.1072; οὐ δᾶν no by earth, Theoc.4.17 (v.l. γᾶν):—prob. an exclamation of horror.

German (Pape)

[Seite 513] dor. = γᾶ, γῆ, voc. φεῦ Δᾶ Eur. Phoen. 1304; so sagt die Lacedämonierin bei Ar. Lys. 198; vgl.Aesch. Prom. 568 Eum. 841; οὐ δᾶν, nein bei der Erde, Theocr. 4, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δᾶ: ἐρμηνευόμενον ὑπὸ τῶν Σχολ. ὡς Δωρ. ἀντὶ γᾶ, γῆ, ἐν ταῖς φράσεσι φεῦ δᾶ Εὐρ. Φοιν. 1296, Ἀριστοφ. Λυσ. 198· οἰοῑ δᾶ, φεῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 874· ἀλεῦ δᾱ ὁ αὐτ. Πρ. 568· οὐ δᾶν, ὄχι, μὰ τὴν γῆν, Θεόκρ. 4. 17· ἐν τῷ κυρίῳ ὀνόματι Δα-μάτηρ καὶ τῷ οὐδ. δάπεδον.― Ἀλλ’ ὁ Ahrens (π. Δωρ. Δ. 80) πααρτηρεῖ ὅτι ἡ ἐπίκλησις τῆς γῆς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις εἶναι παράδοξος, ὅτι οὐδεὶς Ἑλληνικὸς τύπος Γη-μήτηρ ἀπαντᾷ, ὅτι τὸ δάπεδον ἔχει δᾰ- καὶ δὲν δύναται λοιπὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ δᾶ· καὶ συμπεραίνει ὅτι ἡ λέξις δᾶ, ἢ μᾶλλον Δᾶ, εἶναι Δωρ. κλητ. τοῦ Δάν = Ζάν (ὃ ἐ. Ζήν, Ζεύς), καὶ ὅτι τὸ Δᾶν παρὰ Θεοκρ.= Ζῆν (ὃ ἐ. Ζῆνα).