πτύαλον: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(c2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, Speichel, Medic.; auch πτύελον, Arist. H. A. 8, 29. Das masc. πτύαλος zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, Speichel, Medic.; auch πτύελον, Arist. H. A. 8, 29. Das masc. πτύαλος zw. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πτύᾰλον''': ἢ πτύελον, τό, ([[πτύω]]) τὸ ἀποχρεμπτόμενον [[φλέγμα]], Ἱππ. Γεν. 2. 7, 18· - [[ὡσαύτως]] πτύελος, ὁ, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 1, 11, Ἡσύχ. ἐν λ. [[σίαλος]]. - Οἱ τύπο πτυαλ- καὶ πτυελ- [[εἶναι]] ἀδιαφόρως ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. καὶ μεταγεν.· παρ’ Ἀριστοτ. εὕρηται μονον ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]]· πρβλ. [[πύελος]] 2, [[σίαλον]], [[ὕαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
or πτύελον, τό, (πτύω)
A sputum, saliva, Id.Aph.1.12 (-ελ-), Prog.15 (-ελ-), Acut.66 (-αλ-), al., Arist.HA607a30, GA747a10:—also πτύελος, ὁ, Id.EE1235a38, LXX Jb.7.19, Hsch. s.v. σίαλος.—The forms in πτυαλ- and πτυελ- are found in codd. of Hp. (v. Kuehlewein i p.cvi) and of later writers; in those of Arist. the latter only is found.
German (Pape)
[Seite 811] τό, Speichel, Medic.; auch πτύελον, Arist. H. A. 8, 29. Das masc. πτύαλος zw.
Greek (Liddell-Scott)
πτύᾰλον: ἢ πτύελον, τό, (πτύω) τὸ ἀποχρεμπτόμενον φλέγμα, Ἱππ. Γεν. 2. 7, 18· - ὡσαύτως πτύελος, ὁ, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 1, 11, Ἡσύχ. ἐν λ. σίαλος. - Οἱ τύπο πτυαλ- καὶ πτυελ- εἶναι ἀδιαφόρως ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. καὶ μεταγεν.· παρ’ Ἀριστοτ. εὕρηται μονον ὁ δεύτερος τύπος· πρβλ. πύελος 2, σίαλον, ὕαλος.