πρόληψις: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(13_6a) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0733.png Seite 733]] ἡ, das Vorher-, Voraus-, Vorwegnehmen; bes. im Geiste, allgemeine, dunkle Vorstellung, Vorherahnen, κατὰ τὴν τῶν νεανίσκων πρόληψιν, Pol. 8, 29, 1; πρόληψιν ἔχειν τινός, Etwas vorhersehen, muthmaßen, 10, 43, 8, u. öfter. – Bei Epicur. eine durch die Sinne erhaltene Vorstellung; Plut. plac. phil. 4, 11, bei Arrian. übh. der Begriff. – In der Musik wie [[προλημματισμός]], eine eigene Modulation der Stimme, vgl. Anonym. Bellerm. de music. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0733.png Seite 733]] ἡ, das Vorher-, Voraus-, Vorwegnehmen; bes. im Geiste, allgemeine, dunkle Vorstellung, Vorherahnen, κατὰ τὴν τῶν νεανίσκων πρόληψιν, Pol. 8, 29, 1; πρόληψιν ἔχειν τινός, Etwas vorhersehen, muthmaßen, 10, 43, 8, u. öfter. – Bei Epicur. eine durch die Sinne erhaltene Vorstellung; Plut. plac. phil. 4, 11, bei Arrian. übh. der Begriff. – In der Musik wie [[προλημματισμός]], eine eigene Modulation der Stimme, vgl. Anonym. Bellerm. de music. 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρόληψις''': ἡ, ἡ ἐκ τῶν προτέρων [[ἀντίληψις]], οἵα κατὰ τοὺς Στωϊκοὺς ἐξ ἀρχῆς ἐνεφυτεύθη εἰς τὸν ἀνθρώπινον νοῦν, [[ἔννοια]] φυσικὴ τοῦ [[καθόλου]] Χρύσιππ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 54· κατὰ πρόληψιν ἐννοεῖσθαι Ἐπίκουρ. [[αὐτόθι]] 10. 33, πρβλ. Κικ. Ν. D. 1. 16 καὶ 17· αἱ ἔμφυτοι πρ. Πλούτ. 2. 1041Ε, 1042Α· ἑρμηνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος διὰ τῶν λ. notio, antipatio, praenotio, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 22· ― ἀλλ’ ἐν ἑτέρῳ χωρίῳ (2. 900Β) ὁ Πλούτ. παριστάνει τὴν πρόληψιν ὡς ἀντικειμένην τῇ λ. [[ἔννοια]], ἣν κτᾶταί τις διὰ τῆς πείρας: ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐν τῇ [[κοινῇ]] χρήσει, προτέρα [[ἔννοια]] ἢ αντίληψις, Πολύβ. 8. 29, 1· πρ. ἔχειν τινὸς ὁ αὐτ. 10. 43, 8. ΙΙ. ἐν Ρητ. [[προκατάληψις]] ΙΙ· ― ἐν Κικ. de Div. 2. 53, ὁ Orelli [[πρόσληψις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A preconception, mental picture or scheme into which experience is fitted, εἰς τὴν π. ἐναρμόττειν Epicur.Sent.37, cf.38, Ep.1p.24U.(pl.), Ep.3p.60U.(pl.), Fr.255, Nat.28.4 (p.7 V., pl.); also in Stoic. philos., ἔμφυτοι π. Chrysipp.Stoic.3.17, al.; κοινὴ π. τῶν ἀνθρώπων Id.ib.2.286, al., cf. Arr.Epict.1.22. 2 in common use, previous notion or conception, Plb.8.27.1; π. ἔχειν πάντων ἀδύνατον Id.10.43.8, cf. A.D.Conj.247.22, al., PFay.124.16 (ii A.D., -λημψ-). II Rhet., anticipation, ὑπονοίας Hermog.Meth.10: generally, Ph.1.425; ζῴων ἐνίοις σεισμῶν καὶ ὑετῶν ἐμπέφυκε π. Iamb.Myst.3.26; ἐν προλήψει γεγονέναι Philum.Ven.4.5. III simply, taking beforehand, ὅρκου, μισθοῦ, Hld.4.18,5.8.
German (Pape)
[Seite 733] ἡ, das Vorher-, Voraus-, Vorwegnehmen; bes. im Geiste, allgemeine, dunkle Vorstellung, Vorherahnen, κατὰ τὴν τῶν νεανίσκων πρόληψιν, Pol. 8, 29, 1; πρόληψιν ἔχειν τινός, Etwas vorhersehen, muthmaßen, 10, 43, 8, u. öfter. – Bei Epicur. eine durch die Sinne erhaltene Vorstellung; Plut. plac. phil. 4, 11, bei Arrian. übh. der Begriff. – In der Musik wie προλημματισμός, eine eigene Modulation der Stimme, vgl. Anonym. Bellerm. de music. 4.
Greek (Liddell-Scott)
πρόληψις: ἡ, ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἀντίληψις, οἵα κατὰ τοὺς Στωϊκοὺς ἐξ ἀρχῆς ἐνεφυτεύθη εἰς τὸν ἀνθρώπινον νοῦν, ἔννοια φυσικὴ τοῦ καθόλου Χρύσιππ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 54· κατὰ πρόληψιν ἐννοεῖσθαι Ἐπίκουρ. αὐτόθι 10. 33, πρβλ. Κικ. Ν. D. 1. 16 καὶ 17· αἱ ἔμφυτοι πρ. Πλούτ. 2. 1041Ε, 1042Α· ἑρμηνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος διὰ τῶν λ. notio, antipatio, praenotio, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 22· ― ἀλλ’ ἐν ἑτέρῳ χωρίῳ (2. 900Β) ὁ Πλούτ. παριστάνει τὴν πρόληψιν ὡς ἀντικειμένην τῇ λ. ἔννοια, ἣν κτᾶταί τις διὰ τῆς πείρας: ― ἐντεῦθεν, 2) ἐν τῇ κοινῇ χρήσει, προτέρα ἔννοια ἢ αντίληψις, Πολύβ. 8. 29, 1· πρ. ἔχειν τινὸς ὁ αὐτ. 10. 43, 8. ΙΙ. ἐν Ρητ. προκατάληψις ΙΙ· ― ἐν Κικ. de Div. 2. 53, ὁ Orelli πρόσληψις.