ὑπαγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(c2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, [[περίοδος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. [[ἑλκυστικός]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4. II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).
German (Pape)
[Seite 1180] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, περίοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. ἑλκυστικός, πειστικός, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ).