συνοικίζω: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(6_13b) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunoiki/zw | |Beta Code=sunoiki/zw | ||
|Definition=fut. Att. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -ιῶ <span class="bibl">D.S.2.6</span>: pf. -ῴκικα <span class="bibl">Str.12.3.10</span>:— <b class="b2">make to live with</b>, <span class="bibl">Isoc.19.34</span>, dub. l. in Ps.-<span class="bibl">Epich.298</span>; <b class="b3">σ. τινὶ τὴν θυγατέρα</b> <b class="b2">to give</b> him one's daughter <b class="b2">in marriage</b>, <span class="bibl">Hdt.2.121</span>.<b class="b3">ζ'</b>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PEnteux.</span>22.8</span> (iii B.C.), <span class="bibl">D.S.2.6</span>; σ. νύμφας νυμφίοις <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>546d</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>242d</span>; ἐμὲ . . εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>68</span>; rarely with the reverse constr., <b class="b3">τοὺς δούλους ταῖς τῶν δεσποτῶν γυναιξὶ σ</b>. <span class="bibl">Plb. 16.13.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">combine</b> or <b class="b2">join in one city</b>, μὴ Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1139</span>; <b class="b2">unite into a city-state</b>, ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν ξ. πάντας <span class="bibl">Th.2.15</span>; Θησεὺς . . τὰς δώο̄εκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν <span class="title">Marm.Par.</span>35 (cf. [[συνοίκια]]) ; ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην <span class="bibl">Th.3.2</span>; Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις <span class="bibl">Arist. <span class="title">Fr.</span>603</span>:—Pass., <b class="b3">ξυνοικισθείσης πόλεως</b> a city <b class="b2">having been regularly formed</b>, opp. <b class="b3">κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</b>, <span class="bibl">Th.1.10</span>, cf. <span class="bibl">2.16</span>, <span class="bibl">3.93</span>; ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>2.2</span>; Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων <span class="bibl">D. 19.263</span>; σ. κατὰ πόλεις <span class="bibl">Isoc.15.82</span>; <b class="b3">ἐκ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων σ</b>. <span class="bibl">Lycurg.62</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">unite in one building</b>, PMich.Zen.84.9 (Pass., iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">join in peopling</b> or <b class="b2">colonizing</b> a country, <span class="bibl">Th.1.24</span>; τισι <span class="bibl">Id.6.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> generally, <b class="b2">unite, associate</b>, οἵῳ με δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν <span class="bibl">Theognet.1.6</span>; λιμὸν σ. τινί <span class="bibl">Alciphr.1.20</span>; ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικιζομένους <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>13</span>.</span> | |Definition=fut. Att. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -ιῶ <span class="bibl">D.S.2.6</span>: pf. -ῴκικα <span class="bibl">Str.12.3.10</span>:— <b class="b2">make to live with</b>, <span class="bibl">Isoc.19.34</span>, dub. l. in Ps.-<span class="bibl">Epich.298</span>; <b class="b3">σ. τινὶ τὴν θυγατέρα</b> <b class="b2">to give</b> him one's daughter <b class="b2">in marriage</b>, <span class="bibl">Hdt.2.121</span>.<b class="b3">ζ'</b>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PEnteux.</span>22.8</span> (iii B.C.), <span class="bibl">D.S.2.6</span>; σ. νύμφας νυμφίοις <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>546d</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>242d</span>; ἐμὲ . . εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>68</span>; rarely with the reverse constr., <b class="b3">τοὺς δούλους ταῖς τῶν δεσποτῶν γυναιξὶ σ</b>. <span class="bibl">Plb. 16.13.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">combine</b> or <b class="b2">join in one city</b>, μὴ Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1139</span>; <b class="b2">unite into a city-state</b>, ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν ξ. πάντας <span class="bibl">Th.2.15</span>; Θησεὺς . . τὰς δώο̄εκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν <span class="title">Marm.Par.</span>35 (cf. [[συνοίκια]]) ; ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην <span class="bibl">Th.3.2</span>; Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις <span class="bibl">Arist. <span class="title">Fr.</span>603</span>:—Pass., <b class="b3">ξυνοικισθείσης πόλεως</b> a city <b class="b2">having been regularly formed</b>, opp. <b class="b3">κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</b>, <span class="bibl">Th.1.10</span>, cf. <span class="bibl">2.16</span>, <span class="bibl">3.93</span>; ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>2.2</span>; Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων <span class="bibl">D. 19.263</span>; σ. κατὰ πόλεις <span class="bibl">Isoc.15.82</span>; <b class="b3">ἐκ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων σ</b>. <span class="bibl">Lycurg.62</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">unite in one building</b>, PMich.Zen.84.9 (Pass., iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">join in peopling</b> or <b class="b2">colonizing</b> a country, <span class="bibl">Th.1.24</span>; τισι <span class="bibl">Id.6.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> generally, <b class="b2">unite, associate</b>, οἵῳ με δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν <span class="bibl">Theognet.1.6</span>; λιμὸν σ. τινί <span class="bibl">Alciphr.1.20</span>; ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικιζομένους <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>13</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Διόδ. 2. 6· πρκμ. -ῴκικα Στράβ. 544. Κάμνω τινὰ νὰ συνοικήσῃ μετά τινος, δίδω εἰς γάμον, συνοικίζων νέῳ σ’ ὄλεσσα πολὺ παλαιτέραν Ἐπίχ. 148 Ahr., Ἰσοκρ. 391C· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν θυγατέρα, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἡρόδ. 2. 121, 6· σ. νύμφας νυμφίοις Πλάτ. Πολ. 546D, πρβλ. Σοφ. 242D· [[οὕτως]], ἐμέ... εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 68 σπανίως κατὰ τὴν ἀντίθετον τάξιν, τοὺς δούλους ταῖς γυναιξὶ σ. Πολύβ. 16. 13, 1. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. συνενῶ εἰς μίαν πόλιν, [[συνάπτω]] ὑπὸ τὴν διοίκησιν μιᾶς πρωτευούσης ἢ μητροπόλεως, ξ. πάντας (ἐξυπακ. ἐς τὰς Ἀθήνας) Θουκ. 2. 15· [[Θησεύς]]... τὰς [[δώδεκα]] πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Χρον. Πάρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 35 (πρβλ. [[συνοίκιον]] ΙΙ)· ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Θουκ. 3. 2. Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 560. ― Παθ., ξυνοικισθείσης πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Θουκ. 1. 10, πρβλ. 2. 16., 3. 93· ἐκ μικρῶν [[πόλεων]] συνοικισθέντες Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 2· Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων Δημ. 425. 18· ξ. κατὰ πόλεις Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 88 (82)· ἐκ τῶν τυχόντων σ. Λυκοῦργ. 155. 43. ΙΙΙ. [[κατοικίζω]] χώραν ἢ πόλιν ἐρημωθεῖσαν διὰ νέων κατοίκων, ἔδεισα μὴ σοὶ [[πολέμιος]] λειφθεὶς ὁ [[παῖς]] Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ [[πάλιν]] Εὐρ. Ἑκ. 1139· ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων [[οἰκίζω]], Θουκ. 1. 24., 6. 5. IV. [[καθόλου]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]], σχετίζω, οἵῳ μ’ ὁ [[δαίμων]] φιλοσόφῳ συνῴκισεν Θεόγνητ. ἐν «Φάσμασι» 1. 6· λιμὸν σ. τινὶ Ἀλκίφρων 1. 20· ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικίζεσθαι Πλουτ. Κοριολ. 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
fut. Att.
A -ιῶ D.S.2.6: pf. -ῴκικα Str.12.3.10:— make to live with, Isoc.19.34, dub. l. in Ps.-Epich.298; σ. τινὶ τὴν θυγατέρα to give him one's daughter in marriage, Hdt.2.121.ζ', cf. PEnteux.22.8 (iii B.C.), D.S.2.6; σ. νύμφας νυμφίοις Pl.R.546d, cf. Sph.242d; ἐμὲ . . εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας E.HF68; rarely with the reverse constr., τοὺς δούλους ταῖς τῶν δεσποτῶν γυναιξὶ σ. Plb. 16.13.1. II combine or join in one city, μὴ Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν E.Hec.1139; unite into a city-state, ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν ξ. πάντας Th.2.15; Θησεὺς . . τὰς δώο̄εκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Marm.Par.35 (cf. συνοίκια) ; ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Th.3.2; Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Arist. Fr.603:—Pass., ξυνοικισθείσης πόλεως a city having been regularly formed, opp. κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Th.1.10, cf. 2.16, 3.93; ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες X.Ath.2.2; Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων D. 19.263; σ. κατὰ πόλεις Isoc.15.82; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων σ. Lycurg.62. 2 unite in one building, PMich.Zen.84.9 (Pass., iii B.C.). III join in peopling or colonizing a country, Th.1.24; τισι Id.6.5. IV generally, unite, associate, οἵῳ με δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν Theognet.1.6; λιμὸν σ. τινί Alciphr.1.20; ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικιζομένους Plu.Cor.13.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Διόδ. 2. 6· πρκμ. -ῴκικα Στράβ. 544. Κάμνω τινὰ νὰ συνοικήσῃ μετά τινος, δίδω εἰς γάμον, συνοικίζων νέῳ σ’ ὄλεσσα πολὺ παλαιτέραν Ἐπίχ. 148 Ahr., Ἰσοκρ. 391C· συνοικίζω τινὶ τὴν θυγατέρα, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἡρόδ. 2. 121, 6· σ. νύμφας νυμφίοις Πλάτ. Πολ. 546D, πρβλ. Σοφ. 242D· οὕτως, ἐμέ... εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 68 σπανίως κατὰ τὴν ἀντίθετον τάξιν, τοὺς δούλους ταῖς γυναιξὶ σ. Πολύβ. 16. 13, 1. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. συνενῶ εἰς μίαν πόλιν, συνάπτω ὑπὸ τὴν διοίκησιν μιᾶς πρωτευούσης ἢ μητροπόλεως, ξ. πάντας (ἐξυπακ. ἐς τὰς Ἀθήνας) Θουκ. 2. 15· Θησεύς... τὰς δώδεκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Χρον. Πάρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 35 (πρβλ. συνοίκιον ΙΙ)· ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Θουκ. 3. 2. Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 560. ― Παθ., ξυνοικισθείσης πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Θουκ. 1. 10, πρβλ. 2. 16., 3. 93· ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 2· Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων Δημ. 425. 18· ξ. κατὰ πόλεις Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 88 (82)· ἐκ τῶν τυχόντων σ. Λυκοῦργ. 155. 43. ΙΙΙ. κατοικίζω χώραν ἢ πόλιν ἐρημωθεῖσαν διὰ νέων κατοίκων, ἔδεισα μὴ σοὶ πολέμιος λειφθεὶς ὁ παῖς Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν Εὐρ. Ἑκ. 1139· ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων οἰκίζω, Θουκ. 1. 24., 6. 5. IV. καθόλου, συνδέω, συνάπτω, σχετίζω, οἵῳ μ’ ὁ δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν Θεόγνητ. ἐν «Φάσμασι» 1. 6· λιμὸν σ. τινὶ Ἀλκίφρων 1. 20· ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικίζεσθαι Πλουτ. Κοριολ. 13.