ἐξακοντίζω: Difference between revisions
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] (einen Wurfspieß heraus) schleudern, τὰ δόρατα, Xen. Hell. 5, 4, 40; δοράτια D. Cass. 47, 43; absolut, ἐπί τινα, Plut. Artax. 9; auch τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern, Xen. An. 5, 4, 25 Hell. 4, 6, 11. Auch [[φάσγανον]] πρὸς [[ἧπαρ]], hineinstoßen, Eur. Herc. Fur. 1149; ὅσας – χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken, I. T. 362; αἳ τῆσδε γῆς – [[κῶλον]] ἐξηκόντισαν Bacch. 665, d. i. schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως [[ἐξακοντίζω]] πόνους Tr. 444, drohend verkünden; [[πρός]] τι, darauf erwidern, Suppl. 456; [[ὅταν]] γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους Men. Stob. fl. 36, 12; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen, Antiphan. bei Ath. XIV, 624 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] (einen Wurfspieß heraus) schleudern, τὰ δόρατα, Xen. Hell. 5, 4, 40; δοράτια D. Cass. 47, 43; absolut, ἐπί τινα, Plut. Artax. 9; auch τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern, Xen. An. 5, 4, 25 Hell. 4, 6, 11. Auch [[φάσγανον]] πρὸς [[ἧπαρ]], hineinstoßen, Eur. Herc. Fur. 1149; ὅσας – χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken, I. T. 362; αἳ τῆσδε γῆς – [[κῶλον]] ἐξηκόντισαν Bacch. 665, d. i. schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως [[ἐξακοντίζω]] πόνους Tr. 444, drohend verkünden; [[πρός]] τι, darauf erwidern, Suppl. 456; [[ὅταν]] γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους Men. Stob. fl. 36, 12; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen, Antiphan. bei Ath. XIV, 624 a. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ῥίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ἐξακοντίζειν τὰ δόρατα Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 40· ― ἐμπήγνυμί τι μεθ’ ὁρμῆς, [[φάσγανον]] πρὸς [[ἧπαρ]] ἐξακοντίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1149· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. ὀργ., ἐξ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς Ξεν. Ἑλλην. 4. 6, 11, Ἀν. 5. 4, 25· ἀπολ., ὁ [[καρκίνος]]... [[ὅταν]] φοβηθῇ, φεύγει [[ἀνάπαλιν]] καὶ μακρὰν ἐξακοντίζειν (δηλ. ἑαυτὸν) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 21· ταῦτ’ εἰπὼν (ὁ Ἀρταγέρσης) ἐξηκόντισεν ἐπ’ αὐτὸν (τὸν Κῦρον) Πλουτ. Ἀρτοξ. 9· κατά τινος Διοδ. Ἀποσπ. 553. 2) μεταφ., συχω. παρ’ Εὐρ., βάκχας... αἳ τῆσδε γῆς οἴστροισι λευκὸν [[κῶλον]] ἐξηκόντισαν, ἐξ οἴστρου παρορμώμεναι ἐξηκόντισαν τοὺς λευκοὺς αὑτῶν πόδας μακρὰν ταύτης τῆς γῆς, δηλ. ἀπῆλθον δρομαίως [[ἐντεῦθεν]] εἰς τὰ ὄρη, ὁ αὐτ. Βάκχ. 665· κακῶν γὰρ τῶν τότ’ οὐκ ἀμνημονῶ, ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα, [[ποσάκις]] ἐξέτεινα σπασμωδικῶς πρὸς τὸ [[γένειον]] (τοῦ τεκόντος με) τὰς χεῖράς μου, ἱκετεύων αὐτόν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 362· ἀλλὰ τί τοὺς Ὀδυσσέως [[ἐξακοντίζω]] πόνους, [[διακηρύττω]] μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, ὁ αὐτ. Τρῳ. 444· [[ταῦτα]] πρὸς τάδε Ἱκέτ. 456· οὕτω, γλώσσῃ ματαίους ἐξ. λόγους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· τοσαύτην ἐξακοντίζειν πνοὴν Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
A dart or hurl forth, launch, ἐ. τὰ δόρατα X.HG5.4.40; φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐ. strike it home, E.HF1149: c. dat., ἐ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς, X.HG4.6.11, An.5.4.25; ἐ. ἐπί τινα Plu.Art.9; κατὰ συός D.S.9Fr.29; -ίζεται τὸ αἷμα Gal.4.708. b intr., dart away, [ὁ κάραβος] μακρὰν -ίζει Arist.HA590b29. 2 metaph., freq. in E., ἐ. κῶλον τῆσδε γῆς, i.e. flee precipitately, Ba.665; ἐ. χεῖρας γενείου γονάτων τε dart out the hands towards his chin and knees [in supplication], IT362; τοὺς Οδυσσέως πόνους ἐ. shoot forth, i.e. proclaim loudly, Tr.444 (troch.); ταῦτα πρὸς τὰ σά Supp.456; so γλώσσῃ ματαίους ἐ. λόγους Men.1091; τοσαύτην ἐ. πνοήν Antiph. 217.7.
German (Pape)
[Seite 865] (einen Wurfspieß heraus) schleudern, τὰ δόρατα, Xen. Hell. 5, 4, 40; δοράτια D. Cass. 47, 43; absolut, ἐπί τινα, Plut. Artax. 9; auch τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern, Xen. An. 5, 4, 25 Hell. 4, 6, 11. Auch φάσγανον πρὸς ἧπαρ, hineinstoßen, Eur. Herc. Fur. 1149; ὅσας – χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken, I. T. 362; αἳ τῆσδε γῆς – κῶλον ἐξηκόντισαν Bacch. 665, d. i. schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους Tr. 444, drohend verkünden; πρός τι, darauf erwidern, Suppl. 456; ὅταν γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους Men. Stob. fl. 36, 12; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen, Antiphan. bei Ath. XIV, 624 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ῥίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἐξακοντίζειν τὰ δόρατα Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 40· ― ἐμπήγνυμί τι μεθ’ ὁρμῆς, φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξακοντίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1149· ὡσαύτως μετὰ δοτ. ὀργ., ἐξ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς Ξεν. Ἑλλην. 4. 6, 11, Ἀν. 5. 4, 25· ἀπολ., ὁ καρκίνος... ὅταν φοβηθῇ, φεύγει ἀνάπαλιν καὶ μακρὰν ἐξακοντίζειν (δηλ. ἑαυτὸν) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 21· ταῦτ’ εἰπὼν (ὁ Ἀρταγέρσης) ἐξηκόντισεν ἐπ’ αὐτὸν (τὸν Κῦρον) Πλουτ. Ἀρτοξ. 9· κατά τινος Διοδ. Ἀποσπ. 553. 2) μεταφ., συχω. παρ’ Εὐρ., βάκχας... αἳ τῆσδε γῆς οἴστροισι λευκὸν κῶλον ἐξηκόντισαν, ἐξ οἴστρου παρορμώμεναι ἐξηκόντισαν τοὺς λευκοὺς αὑτῶν πόδας μακρὰν ταύτης τῆς γῆς, δηλ. ἀπῆλθον δρομαίως ἐντεῦθεν εἰς τὰ ὄρη, ὁ αὐτ. Βάκχ. 665· κακῶν γὰρ τῶν τότ’ οὐκ ἀμνημονῶ, ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα, ποσάκις ἐξέτεινα σπασμωδικῶς πρὸς τὸ γένειον (τοῦ τεκόντος με) τὰς χεῖράς μου, ἱκετεύων αὐτόν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 362· ἀλλὰ τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους, διακηρύττω μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, ὁ αὐτ. Τρῳ. 444· ταῦτα πρὸς τάδε Ἱκέτ. 456· οὕτω, γλώσσῃ ματαίους ἐξ. λόγους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· τοσαύτην ἐξακοντίζειν πνοὴν Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7.